Όσο μιλούσες ξεκαθάριζα τα μικροπράγματα
πάνω στο λευκό έπιπλο της κρεβατοκάμαρας. Ήσουν ακουμπισμένος στα μαξιλάρια του
κρεβατιού, ούτε καθιστός, ούτε ξαπλωμένος. Τα χέρια μου κινούνταν πιο επιδέξια
και πιο γρήγορα από τα χείλη μου, που σου απαντούσαν προσεκτικά και κυρίως μονολεκτικά.
Είναι αλήθεια πως ό, τι έλεγα ήταν καλά μελετημένο ώστε να μη φρενάρει την
σπάνια -για τις συνήθειές μας- ορμή σου να πεις τόσα πολλά και τόσο σημαντικά
εκείνη την ώρα. Επίσης ήταν μελετημένο να σε προκαλεί κάθε φορά να επεκταθείς
σε ό, τι έλεγες. Τα λόγια σου, οι συλλαβές, οι ήχοι σου σαν να κατηύθυναν
τα χέρια μου να κάνουν κάτι που δεν είχε συμβεί για χρόνια. Ξεκαθάρισμα.
Τα αντικείμενα ήταν πολλά.
Δαχτυλίδια, βραχιόλια, πολύ περισσότερα σκουλαρίκια, μερικές καδένες και
μενταγιόν. Άλλα ψεύτικα, άλλα αληθινά και μερικά εξαιρετικά πολύτιμα. Τα
ψεύτικα, τα φω- μπιζού όπως λέγονται στο εμπόριο, όταν είχαν πρωτοφανεί σε
πληθώρα στην αγορά ήταν ένα πράγματι εντυπωσιακό νέο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, που
ήξερε από καλά πράγματα, να στέκει άναυδη και εντυπωσιασμένη μπροστά στα πρώτα
τέτοια κοσμήματα που είχα αγοράσει και να θαυμάζει την πειστική τους παρουσία
λέγοντας πως θα ορκιζόταν για τη γνησιότητά τους, αν δεν ήξερε την
πραγματικότητα.
Όπως τα ξεχώριζα από τα αληθινά, σκέφτηκα πως σαν τα φω-μπιζού είναι και πολλοί άνθρωποι.
Αλλά όχι μόνον άνθρωποι, ολόκληρες καταστάσεις και καμιά φορά ολόκληρες
δεκαετίες ή χώρες.
Η συζήτησή μας όμως αυτό το απόγευμα
ήταν πέρα για πέρα γνήσια. Και πολλών καρατίων. Ακριβή τόσο που με συγκλονιστική ακρίβεια έβαλε
σε τάξη τα πάντα, τα ψεύτικα και τα αληθινά. Μόλις τέλειωσες να μιλάς
παρατήρησα την πάρα πολλή σκόνη που είχε σκεπάσει το έπιπλο με τα αφημένα και μπερδεμένα πάνω του αντικείμενα. Μα πώς θα μπορούσε να καθαριστεί η σκόνη
αν δεν τακτοποιούνταν όλα αυτά πριν; Τη σκούπισα, χωρίς φυσικά να
δίνω σημασία στις λεπτομέρειες γιατί βασικά με ενδιέφερε περισσότερο από όλα η
επόμενή σου κίνηση.
Αγκαλιά.
Και λόγια.
Βαριά.
Όχι γενικώς βαριά.
Ειδικού βάρους, από αυτά που λέγονται μια φορά και ισχύουν για πάντα.
Μετά ήπιαμε κάτι απαλό.
Μετά παίξαμε χαρτιά.
Έξω είχε ξεκινήσει η καταιγίδα.
Μέσα μου έλεγα ότι σήμερα όλα
καθαρίζουν, ακόμη και οι δρόμοι, γιατί χωρίς δρόμους καθαρούς, πώς να
περπατήσεις ψυχή μου;
Μετά φάγαμε.
Ήμασταν τόσο ανάλαφροι που ούτε η
κατανάλωση τoυ πλούσιου γεύματος, επηρέασε
τη διάθεσή μας.
Κάτω από το ζεστό νερό του ντους
σκέφτηκα πως κάνουν λάθος όσοι λένε ότι η ευτυχία είναι στιγμές.
Ώρες είναι.