Έφυγες για τη δουλειά και εγώ σε χαιρέτησα χαρούμενη και
ήρεμη. Ήθελα να σου πω ευχαριστώ που είσαι στη ζωή μου, ευχαριστώ που με ‘βλέπεις’
και με βοηθάς όταν ο κόσμος με ρίχνει, μα δεν ήταν της στιγμής. Δεν είσαι δα
και έτοιμος για λόγια. Τα λόγια δεν τα ξέρεις, τα φοβάσαι. Αγαπάς τη σιωπή. Χρόνια σε θρέφει στην γλυκιά της ασφάλεια. Έμαθα με τους καιρούς που μαζί περάσαμε, ότι τα δικά σου λόγια είναι, το φούτερ σου που
θα μου δώσεις όταν με βλέπεις να κρυώνω και ας μην έχω πει τίποτα. Τα λόγια σου
είναι, όταν χαλάει κάτι, που λες ‘θα
περάσω να το φτιάξω’; Και έρχεσαι. Τα
λόγια σου είναι το διερευνητικό βλέμμα, που ψάχνει στο πρόσωπο μου, να δει την
κούραση από τη δουλειά και ύστερα, προλαβαίνεις κάθε μικρό που πάω να κάνω και
χωρίς λέξεις μου λες ‘ξεκουράσου…’ Τα λόγια σου είναι αθόρυβες, σχεδόν
δυσδιάκριτες πράξεις.
Εγώ όμως αγαπώ τις λέξεις που εσύ φοβάσαι… Έψαχνα ώρες ένα ποίημα που να μας χωρά να στο
αφιερώσω μα δεν βρήκα τίποτα. Δεν θα στο διάβαζα βέβαια –είπαμε, δεν είσαι
έτοιμος για λόγια. Για μένα το ήθελα-
για να μετουσιώσω όλο το μέσα μου σε κάτι πιο ορατό. Κάποια μου φαινόταν βαριά,
άλλα γλυκανάλατα, άλλα πολυφορεμένα. Δεν
ξέρω και πολλά από ποίηση και βλαστήμησα την άγνοιά μου. Ίσως αν ήξερα, να μπορούσα με τα λόγια άλλων, να πω όσα μου
φούσκωναν την ψυχή σαν θάλασσα που θεριεύει από τον άνεμο και ανταριάζει. Έψαξα
όλα τα τραγούδια που ήξερα και όλα όσα μαζί ακούγαμε μα και πάλι, κανένα δεν
ήταν το κατάλληλο ρούχο για να μας ντύσει. Ένιωθα πως ήθελα να βρω κάτι που να
μιλάει για γιορτή. Την γιορτή του να σε ξέρω στην ουσία της ύπαρξής σου, όσο κι
αν μου κρύβεσαι στις οικείες σου σιωπές. Γιορτάζω την ηρεμία και την αποδοχή,
την κατακτημένη με τα χρόνια, γνώση της έγνοιας σου για μένα.
Ο άνεμος έξω όντως
λυσσομανούσε και κάπου πιο μακριά οι θάλασσες όντως θα ήταν ανταριασμένες μα ήμουν
ήρεμη και δεν με ένοιαζε. Άνεμος και βροχή μαζί. Ο Νοέμβρης μας χαιρετούσε
θριαμβευτικά. Τράβηξες την λευκή παλιά κουρτίνα και κοίταξες έξω. ‘Κοίτα ένα
αρρωστιάρικο χρώμα που έχει ο ουρανός’ μου είπες και εγώ δεν μίλησα, μα
απόρησα. ‘Είναι το πιο όμορφο χρώμα’ ήθελα να σου πω- εγώ, εγώ που μισώ τα
γκρίζα, εγώ που σιχτιρίζω την βροχή. Που περπατώ στην ανεμοδαρμένη πόλη και
βρίζω. Όχι πια. Τώρα αγαπώ την βροχή και τον αέρα γιατί μπορούμε να τα βλέπουμε
και να τα ακούμε μαζί, έτσι όπως συζητάμε νωχελικά για τα μικρά και τα μεγάλα,
τα σοβαρά και τα αστεία. Τώρα έχει και η κακοκαιρία μια θέση στην καρδιά μου,
όπως θέση έχει εκείνο το ‘δικό μας’ καλοκαιρινό ταβερνάκι, με τις γωνιές που
μας αρέσει να κρυβόμαστε από τον κόσμο. Εκείνο που θυμίζει σκηνή από ασπρόμαυρη
ελληνική ταινία και περιμένω ότι όπου να ναι, θα βγει ο Βέγγος και θα τον λένε
Θρασύβουλα και θα μας πει μια αμπελοφιλοσοφία και θα γελάσουμε. Ναι, το ξέρω ότι στο λέω κάθε φορά και κάθε
φορά σου θυμίζω το έργο και κάθε φορά εσύ λες ‘α ναι’ και κάθε φορά χαμογελάω
και αγαπώ την ρουτίνα και την επανάληψή μας.
Έτσι όπως ο χρόνος μας σμιλεύει και μας εξημερώνει, έτσι όπως
ο έρωτας δεν κοιμάται μα θεριεύει, έτσι όπως αθόρυβα με αγαπάς, έτσι και εγώ,
σου λέω αυτό που ποτέ δεν θα διαβάσεις. Σε ευχαριστώ που υπάρχεις μέσα στις
εποχές μου και απλώνεις τις σιωπές σου γύρω μου. Τις ξέρω και δεν τις φοβάμαι
πια. Τις αγαπώ γιατί είναι δικές σου. Σαν ζεστή κουβέρτα με τυλίγουν για να μπορώ
κι εγώ να απλώσω πάνω τους τις πολύχρωμες και φασαριόζες λέξεις μου. Τυλιγμένοι σε σιωπές και λόγια, αγκαλιασμένοι
σαν μορφές σε πίνακα του Κλιμτ ταξιδεύουμε και στροβιλιζόμαστε οι δυο μας στην
δίνη του χρόνου. Δεν φοβάμαι πια μην πέσω, δεν φοβάμαι μην χαθώ. Ξέρω ότι δεν
μιλάς γιατί έχεις το νου σου σε αυτό που είναι σημαντικό: στο να με κρατάς γερά
κοντά σου..