Δεν ήταν ότι δεν είχε ονοματεπώνυμο, ήταν ότι δεν το
χρησιμοποιούσε. Δεν του το ζήταγε κανείς αφού ο ίδιος είχε φροντίσει να
συμβαίνει έτσι. Για όσα έγγραφα και διαδικασίες αφορούσαν το δημόσιο είχε
εμπιστευτεί χρόνια τώρα έναν παλιό γνώριμο, λογιστή που τακτοποιούσε τα πάντα.
Εκείνος, η τελευταία φορά που χρησιμοποίησε το ονοματεπώνυμό
του ήταν πριν πολλά χρόνια, που υποχρεώθηκε να κάνει αφαίρεση χολής εξαιτίας
μιας ενοχλητικής πέτρας που είχε επίμονα φράξει τον πόρο. Μετά την εγχείρηση,
όταν ο χειρουργός του επέδειξε την αιτία του κακού, αδυνατούσε να καταλάβει πώς
ένα τόσο μικρό, ένα τέτοιο ελάχιστο και άχρηστο ‘κάτι’ ήταν ικανό να του έχει
προκαλέσει τόσο αφόρητους και αδάμαστους πόνους ώστε να τον αναγκάσει να προβεί στη ριζική λύση του
χειρουργείου.
-Συγγενείς; Συνοδός;
-Όχι, απάντησε απλά στη νοσοκόμα που τον ρώτησε.
Αφού άκουσε τις οδηγίες της, γνωστές και αυτονόητες, έστρεψε το
βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο του γέρικου νοσοκομείου, στα πεύκα του απέναντι
λόφου, και συνέχισε να σκέφτεται τη μικρή,
δύσμορφη πετρούλα που του είχε προκαλέσει τόσο κακό. Καθώς την έφερνε στο νου,
στην επιφάνειά της σχημάτιζε πρόσωπα μικρών ανθρώπων, δύσμορφων προσώπων που
του είχαν προκαλέσει στο παρελθόν ανάλογους πόνους. Παρομοίασε την αντιμετώπισή
του προς αυτούς με τη χειρουργική επέμβαση της αφαίρεσης στην οποία είχε μόλις
υποβληθεί και αποφάσισε ότι ακόμη και η επιστήμη επιβεβαίωνε τις επιλογές του,
του παρελθόντος, την αφαίρεση δηλαδή από τη ζωή του των μικρών, κακών κάποιων.
Η σιλουέτα του ήταν τέτοια που δεν περνούσε απαρατήρητη,
λυγερόκορμος και άνω του μετρίου σε ύψος, το κεφάλι του το ίδιο, χωρίς να είναι
όμορφος, είχε βαθιά μάτια, βαθιά μάγουλα και ενδιαφέρον στόμα. Μαλλιά όχι πολλά
πια, και καπέλο πάντα. Ίσως και για αυτό, για το καπέλο, να μην περνούσε απαρατήρητος.
Ωστόσο, παρότι παρακολουθούσε όλα τα πολιτιστικά δρώμενα της επαρχίας
στην οποία ζούσε, και ήταν η φυσιογνωμία του γνώριμη και κάπως σαν απαραίτητη
σε ό, τι συνέβαινε σε εκείνον το τόπο, κανείς δεν έπαιρνε πραγματικά το θάρρος
να τον ρωτήσει πώς τον λένε, εάν εργάζεται, πού μένει, εάν έχει οικογένεια,
ερωτήσεις που συνηθίζονται στις επαρχίες, καταλύοντας βασικούς κανόνες
διακριτικότητας, ίσως άγνωστους σε πολλούς.
Πολλοί μάλιστα συμπολίτες του, έφτιαχναν διάφορα σενάρια
προκειμένου να ερμηνεύσουν τον μυστηριώδη κάτοικο του τόπου τους αλλά έτσι κι
αλλιώς τα σενάρια αυτά, εκείνος ποτέ δεν τα πληροφορούταν.
Ο συμβολαιογράφος που άνοιξε τη σφραγισμένη διαθήκη σαράντα
ημέρες μετά το θάνατο του μυστηριώδη κατοίκου, δεν ήταν ο τελευταίος που
πρόφερε το ονοματεπώνυμό του. Ακολούθησαν πολλοί, δεκάδες, εκατοντάδες,
χιλιάδες άνθρωποι που θα το προφέρουν για πάντα, καθώς η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της μικρής επαρχίας πήρε το
όνομά του. Είχε κληροδοτήσει στη βιβλιοθήκη τους απαραίτητους πόρους για την
ανεξάρτητη λειτουργία της για τα επόμενα αρκετά χρόνια.
Μερικοί σύλλογοι, σωματεία και πρόεδροι έκριναν πως ο
δωρητής δεν ήταν και τόσο σημαντικό πρόσωπο, τελικά. Εκείνος όμως, είχε εγκαίρως προβεί
στις απαραίτητες αφαιρέσεις ώστε να αναπαύεται εν ειρήνη τόσο η ψυχή του όσο
και το ονοματεπώνυμό του στην κομψή επιγραφή πάνω από την είσοδο της βιβλιοθήκης
των φοιτητών.