Όταν ξέρω ότι θα έρθεις, όλες οι
γιορτές μαζί ενυπάρχουν μέσα μου και
παρελαύνουν θριαμβευτικά. Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά με τα λαμπιόνια και
τα δώρα τους, οι Απόκριες με τους
ξέφρενους χορούς και να σου, μια πολύχρωμη, μυρωδάτη Πρωτομαγιά και να, οι
πολυπόθητες καλοκαιρινές διακοπές, με όλα τα ψάθινα καπέλα και τα μακό ρούχα,
τα παράταιρα μαγιό και τις φλοράλ τις σαγιονάρες. Κόκκινα μπαλόνια- και πράσινα
και κίτρινα και μπλε και ό,τι χρώμα θες εσύ, πετούν στον ουρανό ανέμελα, μαζί
με παρδαλούς χαρταετούς που ελευθέρωσαν χέρια παιδικά, μια Καθαρά Δευτέρα.
Όταν ξέρω ότι θα έρθεις όλα είναι πιο
έντονα. Τα χρώματα, οι γεύσεις, οι μυρωδιές. Πιο απολαυστικός ο καφές στον
ουρανίσκο μου, πιο ανοιχτά τα μάτια μου στο φώς, πιο έτοιμη η αγκαλιά μου να
αγκαλιάσει τον κόσμο, πιο χαμογελαστά τα χείλη μου. Οι αισθήσεις μου
αυτορυθμίζονται, ανεβάζουν την ένταση, περιμένουν να σε υποδεχτούν στον ύψιστο
βαθμό της δεκτικότητάς τους.
Όταν ξέρω ότι θα έρθεις, δεν περπάταω
στο έδαφος. Γλιστράω σαν εκείνες τις χορεύτριες, που θα λέγε κανείς πώς
ίπτανται, ελαφριά σαν πεταλούδα, χωρίς να με βαραίνουν κιλά και χρόνια, μήτε
απλήρωτοι λογαριασμοί, η λάμπα που χάλασε ή το αυτοκίνητο που θέλει σέρβις.
Όλα μπορούν να περιμένουν, όταν ξέρω
ότι θα έρθεις. Κλείνουν παντζούρια στην έξω ζωή, σε ό,τι δεν φέρει το όνομά σου
και δεν σχετίζεται με το εμείς. Τομή στον χρόνο, οι μοιρασμένες μας ώρες.
Καταργούνται τα προ μεσημβρίας και μετά μεσημβρίας και όλα μετρούνται με ‘Πριν από Εσένα’ και ‘Μετά από Εσένα’.
‘Όταν ξέρω ότι θα έρθεις ομορφαίνω
και μαζί με εμένα ομορφαίνει το μικρό μου δυάρι και αυτή η πολύβουη τσιμεντένια
πόλη. Περπατώ βιαστικά ανάμεσα στον κόσμο, να φτάσω σπίτι γρήγορα, φορτωμένη
με ψώνια
και μέσα στην ασχήμια, βλέπω μόνο
εκείνο το χαμολούλουδο που κατάφερε να ανθίσει στους αρμούς του πεζοδρομίου.
Όταν ξέρω ότι θα έρθεις, παρόλη τη ζωή που
κυλά μέσα μου σαν ένα τετράχρονο παιδί που χοροπηδάει, ταυτόχρονα αγαλλιάζω και
ηρεμώ στη σκέψη ότι είσαι ακόμα εδώ, πάντα εδώ, ξανά εδώ. Κλείνω τα μάτια και
νιώθω την θαλπωρή να απλώνεται, όπως το
χειμώνα που πιάνω το φλιτζάνι με τη σοκολάτα να θερμάνω τα χέρια ή το καλοκαίρι
που νιώθω τη γλυκιά ζέστη από τα λευκά βότσαλα στα πόδια μου.
Όταν ξέρω ότι θα έρθεις, ίσως- ίσως
λέω, σε αγαπώ πιο πολύ, από όταν είσαι εδώ, με τη σάρκα και τα οστά σου. Όταν
είσαι εδώ, είναι μια όμορφη Κυριακή, μα η Κυριακή φέρνει Δευτέρες. Μα όταν ξέρω
ότι θα έρθεις, είναι βράδυ Παρασκευής και πρωινό Σαββάτου και όλα είναι εκεί
για εμάς, μπροστά μας απλωμένες, οι στιγμές, τα συναισθήματα, όλα φρέσκα και ξεκούραστα, λαμπερά και ήρεμα,
περιμένοντας πρόθυμα να βιωθούν…