Η αποβάθρα άδειαζε. Οι τελευταίοι
επιβάτες έτρεχαν να επιβιβαστούν στην αμαξοστοιχία που θα αναχωρούσε σύντομα.
Σέρνοντας βαλίτσες, σακίδια, παιδιά, κρατώντας το εισιτήριο ή ψάχνοντας το
σωστό βαγόνι, περνούσαν από μπροστά της και έφευγαν. Μόνο εκείνη εξακολουθούσε
να στέκεται ακίνητη, χωρίς βιάση, στο ίδιο πάντα παγκάκι. Θα έμενε εκεί να
μετρά τις ρυθμικές ανάσες του τρένου, όπως θα έφευγε, κρατώντας τις δικές της,
λες και αν ανάσαινε, θα κινδύνευε να την πάρει μαζί του, στο μακριά που ονειρευόταν.
Θα το έβλεπε να ξεμακραίνει, να μικραίνει ολοένα, να γίνεται κουκίδα. Σαν και
εκείνη. Θα μάζευε τότε για άλλη μια φορά την απογοήτευσή της, σαν γόπα πεσμένη
στα πόδια της, πατημένη για τα καλά, να σβήσει ακόμη και η παραμικρή σπίθα και
θα επέστρεφε σε αυτά που ήξερε. Και την επόμενη εβδομάδα θα ερχόταν ξανά.
Όλη της τη ζωή την είχε περάσει
αντιμετωπίζοντας τον κόσμο με χαμόγελο. Ήταν πάντα εκεί, ετοιμοπόλεμο. Το
φόραγε κατάσαρκα, σαν αγαπημένο φανελάκι. Το άφηνε να της χαράζει λακάκια στα
μάγουλα, ημικυκλικές αχνές γραμμές, τις στρογγυλάδες της πανοπλίας της. Έκρυβε πίσω
του έννοιες, μοναξιές, πίκρες, ανεκπλήρωτες επιθυμίες και λέξεις άφατες. Και η
πραγματικότητά της ήταν πάντα αυτή: Η αποβάθρα, το κοίταγμα των τρένων, η
λαχτάρα να ανέβει, που της έκαιγε τα σωθικά και το παγκάκι, που πάνωθέ του
φώλιαζε, ακίνητη σαν σάρκινη πέτρα, θαρρείς σμιλεμένη εκεί, πάνω στο καλυμμένο
από γκράφιτι ξύλο. Άτολμη και διστακτική. Ηττημένη σε μια μάχη που δεν έδινε παρά
μόνο νοερά. Όσο και να θυμόταν τον εαυτό της, πάντα λιποψυχούσε. Τον ονειρευόταν
αιθεροβάμονα, επαναστατικό και αντισυμβατικό, ίσα για να αποδειχτεί πως ήταν το
εντελώς αντίθετο. Ακόμη και ως φοιτήτρια, όταν οι φίλοι της γύριζαν την Ευρώπη
με το interail, εκείνη περνούσε
τα καλοκαίρια στο οικογενειακό εξοχικό. Μέχρι και Erasmus δείλιασε
να πάει. Όταν εγκρίθηκε η αίτησή της, συνειδητοποίησε ότι η Σουηδία της έπεφτε
πολύ μακριά. Η προοπτική μιας χρονιάς μακριά από την ασφάλεια της οικογένειάς
της, έμοιαζε ξαφνικά με ένα ποτήρι ελκυστικό, μα επικίνδυνο, από το οποίο
προτιμούσε να μην πιει. Τι κι αν λαχταρούσε να καβαλήσει τον Υπερσιβηρικό, να
γίνει ένα με τη στέπα που θα διέσχιζε, ή να κάνει παρέα στις πολικές αρκούδες
στο Σβάλμπαρντ, χαζεύοντας το χιόνι πάνω στις στέγες των πολύχρωμων πανέμορφων
σπιτιών; Τη στιγμή της απόφασης έκανε πάντα πίσω.
Και όταν αποφοίτησε και εμφανίστηκε
εκείνη η ευκαιρία, κουκουλώθηκε όπως-όπως η επιθυμία για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό,
για να φανεί σαν μόνη επιλογή ο πολυπόθητος διορισμός στο Δημόσιο, ζήτω η
μονιμότητα! «Άλλοι παρακαλάνε χρόνια, φιλάνε κατουρημένες ποδιές, εσύ θα το
παίξεις δύσκολη; Σου χαρίζουν άλογο και το κοιτάς στα δόντια;», πόσα και πόσα
δεν είχε ακούσει τότε, όταν αμφιταλαντεύτηκε, έστω και ελάχιστα, ομολογουμένως,
πριν καταλήξει στο για όλους αυτονόητο. Και έγιναν τα όνειρα καλούπια. Και όλα
πήραν το δρόμο τους. Γκρίζα κτίρια, γκρίζοι δρόμοι, ζωή γκρι. Έβγαλαν ρίζες τα
καλούπια, θέριεψαν. Έγιναν γκρίζοι κισσοί που τύλιξαν το είναι της και
μεγάλωναν, όσο τα όνειρά της μίκραιναν. SicherheitstattFreiheit, της είχε μείνει το σύνθημα που διάβασε σε
ένα τοίχο στο Βερολίνο, στο γαμήλιο ταξίδι, πάνε πια 20 χρόνια και βάλε. Ασφάλεια αντί για ελευθερία, λες και ο
τοίχος την περιγελούσε, πετώντας της καταπρόσωπο την ιστορία της ύπαρξής της,
που στην Ινδία ήθελε να πάει, το γούσταρε τρελά να δει το Ταζ Μαχάλ να
καθρεφτίζεται στα νερά πίσω από το είδωλό της, μα κατέληξε να σκύβει το κεφάλι
με θλίψη μπροστά σε τρεις μαύρες λέξεις από σπρέι. Έπεσαν στην ψυχή της και
έκαναν πιο σκούρο το γκρι.
Μα όλα συνηθίζονται. Και ας έγιναν τα
καλούπια των ονείρων οι μυλόπετρες. Έμαθε μέσα τους να ζει. Να τα ταΐζει με
αναμνήσεις δανεικές, που ξεπετάγονταν από σελίδες και εικόνες και με αναχωρήσεις
τρένων, που δεν την περιείχαν ποτέ. Μέχρι που ήρθε το παράπονο. Εκείνο το άηχο,
μα απαιτητικό παράπονο που είχε εισβάλει στη ζωή της, και ένιωθε σαν να είχε
ζαλωθεί ένα σακί που δυσκολευόταν να σηκώσει. Αναμετριόταν μαζί του καθημερινά,
την κοίταζε με τα μάτια της μέσα από τον καθρέφτη, τρύπωνε στο μυαλό της
ακάλεστο. Θύμωνε, όταν το αντιλαμβανόταν, την ενοχλούσε, τη ζόριζε. Την έφερνε
αντιμέτωπη με τις παραδοχές, τις αλήθειες, τις ασφαλιστικές της δικλείδες, μα
κυρίως με τις αυταπάτες της. Αποδομούσε τα γνώριμα, απαιτούσε απαντήσεις,
διεκδικούσε εκπληρώσεις, υλοποιήσεις και ένα εισιτήριο για το τρένο που
αναχωρούσε. Μα πάνω απ’ όλα, το ήξερε καλά κι ας το φοβόταν, λαχταρώντας το,
συνάμα: Το παράπονο είχε έρθει για να σπάσει οριστικά τα
καλούπια.
Το τρένο ετοιμαζόταν για μια ακόμη
αναχώρηση. Εκείνη πάλι εκεί. Όπως έσκυψε, έπεσε από την τσέπη της το
επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που είχε υποβάλει στην υπηρεσία της λίγες
ώρες νωρίτερα. «Αρ. πρωτοκόλλου 158142. Υποβολή παραίτησης. Αιτία: Λόγοι
συνειδήσεως». Για πρώτη φορά ένιωθε ξεκούραστη, ανάλαφρη, ασφαλής. Όσο ασφαλής
είναι όποιος γνωρίζει την παγίδα της επίπλαστης ασφάλειας στη ζωή. Τοποθέτησε
τη βαλίτσα της στο χώρο των αποσκευών και τακτοποιήθηκε στη θέση της. Το
γαλακτερό φως του βαγονιού έκανε το τζάμι του παραθύρου καθρέφτη. Και μέσα του
είδε τον εαυτό της να χαμογελά. Ήταν το πιο όμορφο χαμόγελο που είχε δει ποτέ!
Το τρένο σφύριξε επιβεβαιώνοντας τον αυτοθαυμασμό της. Και ξεκίνησε….