Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σταυροδρόμια [Μαρία Αγάθου]



 Ο Πήτερ γνώριζε πολύ καλά την επίδραση που είχε στις γυναίκες.  Ήταν ψηλός, με κατάμαυρα μαλλιά, μελαμψή επιδερμίδα- δώρο της Τυνήσιας μητέρας του- και περπάτημα αργό, σχεδόν απειλητικό, σαν αιλουροειδές που προσέγγιζε την τροφή του.   Ήταν τέλη δεκαετίας του ‘70, το Λονδίνο έσφυζε από ζωή και ο Πήτερ ήταν ήδη τριάντα και πλήρης περιπετειών, όταν γνώρισε την Κέιτι. Ερωτεύθηκαν κεραυνοβόλα. Η Κέιτι είχε ξανθά μαλλιά, έντονες γωνίες στο πρόσωπο και μεγάλα πράσινα μάτια. Ήταν ψηλή, αδύνατη αλλά μυώδης, δυναμική και ανεξάρτητη, πάντα έτοιμη για το επόμενο ταξίδι και την επόμενη περιπέτεια. Μόλις ένα μήνα μετά τη γνωριμία τους, μετακόμισαν σε ένα μικρό διαμέρισμα, κοντά στη Victoria. Ο Πήτερ δούλευε σε εταιρία οργάνωσης ταξιδιών στο Χολμπορν και η Κέιτι ήταν υπεύθυνη γκαλερί έργων τέχνης στο Σόχο. Οι δύο τους περπάτησαν κάθε δρομάκι και εξερεύνησαν κάθε γωνιά της πολύβουης πόλης. Τα απογεύματα μετά τη δουλειά, συναντιόταν για μπύρα και φαγητό στην παμπ The Kings Arms και ύστερα περπατούσαν χέρι χέρι ως το σπίτι. Ο Πήτερ ήταν ευτυχισμένος.
Η Μαίρη, ήταν μια απλή κοπέλα, με σγουρά μαλλιά που αρνούταν να υποταχθούν σε κάθε χτένισμα. Όσο και αν πάλευε να τα τιθασεύσει, οι πυρόξανθες τούφες επαναστατούσαν και απελευθερωνόταν. Φιλική, χαμογελαστή, είχε ελαφίσια καστανά μάτια και θετική αύρα. Ήταν όμορφη αλλά όχι εντυπωσιακή- ίσως γιατί δεν πίστευε ότι μπορεί να είναι εντυπωσιακή. Ήταν μόλις είκοσι ετών όταν έπιασε δουλειά στο γραφείο που δούλευε ο Πήτερ. Η Μαίρη δεν είχε έφεση στις ερωτικές περιπέτειες.  Διάβαζε πολλές ρομαντικές νουβέλες και ίσως περίμενε τον Πρίγκιπα. Όταν η Μαίρη είδε τον Πήτερ, να περπατάει προς το μέρος της, ήξερε αμέσως ότι βρήκε τον Πρίγκιπα που αναζητούσε. Δεν τον ερωτεύτηκε ακριβώς, γιατί ακόμα δεν είχε ανακαλύψει καλά την ζωώδη πλευρά του έρωτα- μόνο κάτι άτσαλες επαφές είχε, που την αφήναν να αναρωτιέται απογοητευμένη, αν όλα πήγαιναν καλά με αυτήν. Τον αγάπησε κοιτώντας τον κάθε μέρα με μάτια γεμάτα ζεστασιά και λάμψη. Περνούσαν όμορφα, έβγαιναν μαζί, γελούσαν και συζητούσαν για ώρες. Πλέον πήγαιναν μαζί στο The Kings Arms.  Ο Πήτερ την έβλεπε σαν φίλη. Η Μαίρη πονούσε. Ήλπιζε και απελπιζόταν κάθε μέρα.  Η Κέιτι έλειπε συνεχώς, κυνηγώντας ακόμα ένα έργο τέχνης, σε ακόμα μια πόλη, ψάχνοντας για ακόμα έναν ανερχόμενο καλλιτέχνη. Ο πρώτος χρόνος πέρασε και άρχισε η γκρίνια. Ο Πήτερ ήθελε παιδιά, η Κέιτι όχι.  Ήρθε ο δεύτερος χρόνος και η αποξένωση τους έκανε να χωρίζουν και να τα ξαναβρίσκουν. Ο έρωτας κουράστηκε τόσο, ώσπου κοιμήθηκε. Η Κέιτι μετακόμισε στο Saint Pancras και χάθηκε από την ζωή του Πήτερ. Η Μαίρη την έβλεπε κάπου κάπου σε εκδηλώσεις και χαιρετούσαν η μια την άλλη, με την γνώση που έχουν στην ματιά τους, δυο γυναίκες που αγάπησαν τον ίδιο άντρα. Ήταν παράξενο, αλλά αυτή η γνώση, δένει τους ανθρώπους με μια αόρατη περίεργη κλωστή.

 Η Μαίρη έκανε τον Πήτερ να χαμογελά και αυτός ήταν πάντα φροντιστικός και τόσο τρυφερός μαζί της, που την μπέρδευε. Ήταν αθώα, γλυκιά, και αυτός ήξερε πολύ καλά ότι τον αγαπούσε. Η αγάπη της τον ζέσταινε. Τον ηρεμούσε. Όλοι χάρηκαν όταν έγιναν ζευγάρι. Εκτός ίσως από τους ίδιους. Όταν βρέθηκαν μαζί, δεν ήταν όπως το περίμενε. Ένιωθε κουρασμένη.  Ένα μαύρο σύννεφο υπήρχε πάνω τους, το σύννεφο της γνώσης ότι ο Πήτερ δεν ήταν μαζί της επειδή την αγαπούσε αλλά επειδή τον αγαπούσε αυτή. Δεν ήταν ακόμα έτοιμος. ‘Bad timing’ έλεγαν οι φίλοι της. Λίγους μήνες και πολλά δάκρυα μετά, χώρισαν ήσυχα, με μια θλιβερή αγκαλιά από αυτές που κανείς δεν ήθελε να τελειώσει αλλά έπρεπε. Η Μαίρη μετακόμισε στο Μάντσεστερ για να είναι μακριά από κάτι που δεν οδηγούσε πουθενά, παρά στον πόνο.
Η ζωή τους πήρε άλλους δρόμους. Η Μαίρη ήταν πια 37 ετών όταν γύρισε στο Λονδίνο. Το αθώο κοριτσάκι είχε δώσει τη θέση της σε μια δυναμική γυναίκα. Είχε ανθίσει. Τα ατίθασα μαλλιά της δεν την ενοχλούσαν πια. Τα άφηνε ελεύθερα να κυματίζουν , χωρίς να προσπαθεί να τα δαμάσει. Ο Πήτερ, δούλευε κάπου στο Canary Wharf. Είχε παντρευτεί την Νατάσα και είχε βολευτεί σε μια ζωή, χωρίς περιπέτειες και ταξίδια, χωρίς την αδάμαστη Κέιτι και χωρίς την Μαίρη με τα ελαφίσια μάτια που έλαμπαν από αγάπη. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει και την γοητεία του θύμιζε μόνο το αιλουροειδές του περπάτημα. Τα πενήντα του χτυπούσαν την πόρτα.
Μια μέρα χτύπησε και την πόρτα της Μαίρη. Δεν τον αγαπούσε πια, τουλάχιστον όχι όπως παλιά. Μα όταν τον κοίταζε έβλεπε ακόμα τον πρίγκιπα που είχε γνωρίσει χρόνια πριν. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, του άνοιξε ξανά την πόρτα στη ζωή της. Τα τέλη του ‘90, τους βρήκαν στο Hackney Downs του Ανατολικού Λονδίνου. Το διαμέρισμα με τον αριθμό 208,  ήταν μια όαση στην έρημο της παραιτημένης και  παρακμιακής περιοχής.  Κρυμμένο σε μια γειτονιά φτιαγμένη από σκουριασμένο σίδερο, θαμπό τσιμέντο και πολυκαιρισμένα καφέ- κόκκινα τούβλα. Το σπίτι ήταν γεμάτο χαρούμενες κούπες, ριχτάρια και πίνακες με στρουμπουλές κυρίες που χόρευαν ταγκό. Όλα ήταν ζωντανά, φλογερά, όμορφα. Συναντιόταν, στο σπίτι της κάθε Τετάρτη, έβγαιναν στο The Kings Arms κάθε Παρασκευή. Η Μαίρη ήξερε ότι ο Πήτερ ήταν πάντα δειλός. Δεν θα άφηνε ποτέ τη Νατάσα και την βολή του και εδώ που τα λέμε και η Μαίρη δεν ήξερε αν τον ήθελε κάθε μέρα στη άψογα οργανωμένη ζωή της. Είχε τους φίλους της, την ησυχία της, την καριέρα της. Ένιωθε καλά- ναι ένιωθε ανθισμένη. Ζούσαν στην ωριμότητά τους, μια ερωτική περιπέτεια που δεν είχαν ζήσει στα νιάτα τους. Ο Πήτερ ένιωθε ξανά νέος και η Μαίρη έβλεπε επιτέλους αυτό που ήθελε: τα μάτια του να λάμπουν,  τόσο όσο έλαμπαν τα δικά της.
Το millennium μπήκε και ενώ δεν καταστράφηκε ο κόσμος, καταστράφηκε η  πραγματικότητα όπως την ήξερε η Μαίρη. Τα άσχημα νέα, έφτασαν γρήγορα. Τροχαίο στον Α21.  Ο Πήτερ, πέθανε ακαριαία. Τι ειρωνεία να πεθάνει ακαριαία κάποιος που έκανε τα πάντα τόσο αργά. Περπατούσε αργά, έτρωγε αργά, έκανε έρωτα αργά. Η Μαίρη πάγωσε και ύστερα έκλαψε για  ώρες. Ήξερε πως θα έκλαιγε για μέρες και μήνες. Το διαμέρισμα 208, ήταν για πρώτη φορά, παράξενα βουβό.
Μεσημέρι φθινοπώρου με χαρακτηριστικό Λονδρέζικο ψιλόβροχο και στο κοιμητήριο είχε μαζευτεί κόσμος να τον αποχαιρετήσει.  Η Νατάσα έκλαιγε δίπλα στο φέρετρο, περιτριγυρισμένη από συγγενείς. Η Μαίρη κοιτούσε από μακριά, με το πρόσωπο κρυμμένο σχεδόν, στο πέτο της μαύρης της καπαρντίνας. Τα γυαλιά της έκρυβαν τα δάκρυα που έτρεχαν. Ακούμπησε αδύναμη σε ένα δέντρο, ψάχνοντας κάποιον να τη στηρίξει. Κανείς εκεί δεν την ήξερε, κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο Πήτερ για αυτήν.  Μέσα από τα θολά της μάτια είδε μια λεπτή φιγούρα. Η Κέιτι ερχόταν προς το μέρος της. Κοιτάχτηκαν για λίγο σιωπηλές. Ήταν όμορφη παρά τα χρόνια που πέρασαν.
‘The fucking bastard’ είπε η Κέιτι. ‘Πήγε και πέθανε!’.
 ‘Ναι… The fucking bastard!’ Είπε και η Μαίρη. Έπεσαν η μια στην αγκαλιά της άλλης και έκλαψαν. ‘Τον έβλεπες καθόλου τα τελευταία χρόνια;’ ρώτησε η Μαίρη.
 ‘Εε, ναι..κάποιες φορές βρισκόμασταν..’ είπε αόριστα η Κέιτι.
The fucking bastard’ ψιθύρισε ξανά η Μαίρη με ένα μειδίαμα.
 Ίσως κάποιοι τις είδαν, ίσως αναρωτήθηκαν ποιες είναι και ποια η σχέση τους με τον θανόντα.  ‘Ξέρω μια καλή παμπ εδώ δίπλα, νομίζω χρειαζόμαστε ένα ποτό. The Kings Arms λέγεται’, είπε η Κέιτι.  Η Μαίρη χαμογέλασε ανάμεσα στα δάκρυά της. Ναι… νομίζω ότι θα μου αρέσει’ απάντησε. Οι δυο γυναίκες άρχισαν να απομακρύνονται. Θα αποχαιρετούσαν τον Πήτερ στο κατάλληλο μέρος.


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρ