Την ημέρα δεν ήξερε τι ήθελε. Το βράδυ, τα όνειρά της, άφηναν
ένα παράθυρο ανοιχτό και έμπαινε μέσα τους, μπας και το ασυνείδητο της, της ψιθυρίσει κανένα κουτσομπολιό για την ίδια.
Έσφιγγε τα πόδια της μεταξύ τους στον ύπνο της. Ένιωθε τον
γνωστό πόνο χαμηλά στην κοιλιά και ήξερε ότι αν πήγαινε στο μπάνιο θα έβλεπε αίμα.
Δεν ήθελε. Ο νους της πήγε σε άλλες γυναίκες. Όλες όσες προσπαθούσαν για χρόνια
να κάνουν ένα παιδί. Η ίδια δεν είχε
ακούσει κανένα βιολογικό ρολόι, δεν ήθελε ευθύνες, δεν ήθελε όλο αυτό το στρες
και την κούραση, μα εκείνες τις μέρες,
έσφιγγε τα πόδια λες και έτσι δεν θα αδιαθετούσε.
Ο ύπνος ήταν ταραγμένος. Έβλεπε έναν εφιάλτη γεμάτο αίματα. Είχαν
καταλάβει ένα κτίριο και σκότωναν όσους ανήκαν στο κόμμα. Είδε γνωστούς της, τραυματισμένους
ή νεκρούς. Είδε σώματα να κείτονται σε θέσεις παράταιρες. Άκουγε φωνές και
άκουγε σιωπές- πώς γίνεται να ακούς σιωπές; Ίσως έτσι ακούγεται ο θάνατος. Την
έπιασαν και αυτήν. Φοβόταν και έτρεμε
σαν το ψάρι. Κοίταξε γύρω της τους άλλους κρατούμενους, που ήξεραν στην ουσία
τους τι είναι, ενώ αυτή δεν ήξερε. Τους θαύμαζε που είχαν κάνει τις επιλογές
τους, ενώ αυτή πάντα ταλαντευόταν. Διαισθητικά
έγερνε προς το μέρος τους, και όχι από γνώση ή σιγουριά- ίσως τη σιγουριά που
σου δίνει η καρδιά.
Ο εφιάλτης συνέχιζε σε χρώματα πολυκαιρισμένης ταινίας- σαν
τα ντοκουμέντα από την Κατοχή ή από το Πολυτεχνείο που παίζουν στις επετείους.
Ασπρόμαυρο και σέπια. Ήταν όλοι τους στοιβαγμένοι,
δεμένοι πισθάγκωνα, σε κάτι που έμοιαζε με
στρατιωτικό καμιόνι. Έτρεμε το σώμα της.
Κοίταξε γύρω της. Δεν είδε φόβο. Οι
υπόλοιποι τραγουδούσαν κάτι σαν ύμνο μια ιδέας με παγερές και συνάμα φλεγόμενες
φωνές. Δεν ήξερε τα λόγια. Ξανακοίταξε
τους κρατούμενους να κουνιούνται άτσαλα, να ακουμπούν τους ώμους τους, να
πέφτουν όπως προχωρούσε το όχημα. Παρά την κίνηση όμως υπήρχε μια περίεργη
σταθερότητα στον αέρα. Δεν είχαν στα μάτια τον δικό της τρόμο. Τα μάτια τους είχαν ό, τι και οι φωνές τους:
πάγο και φλόγα. Λες και η επίγνωση του επερχόμενου θανάτου, πάλευε με την φωτιά της ζωής.
Μια γυναίκα απέναντι την κοίταζε σταθερά, έντονα, χωρίς να παρεκκλίνει
το βλέμμα της ενώ τραγουδούσε. Κατάλαβε ότι το έκανε για να της δώσει θάρρος.
Πήρε δύναμη από αυτήν την γυναίκα που ήξερε ότι θα πεθάνει μα έδειχνε αγέρωχη-
πώς το μπορούσε; Κανείς τους δεν
φοβόταν. Ενωμένοι, με πρόσωπα σοβαρά, σχεδόν ανέκφραστα τραγουδούσαν και λες
μες στο τραγούδι τους υπήρχε ό, τι ήθελε κανείς να μάθει για εκείνους.
Έφτασαν κάπου και τους κατέβασαν με βία. «Εσύ, έλα από εδώ» της είπαν και την έσπρωξαν
παραπέρα. Κατάλαβε ότι θα τη γλίτωνε. Είχε γνωστούς που θα είχαν μεσολαβήσει,
είχε ένα όνομα. Ήταν ‘κάποια’. Θα έπεσαν
τηλέφωνα ζητώντας εξαίρεση. Ένιωσε ανακούφιση και μια ανάμειξη ενοχής με
ντροπή. Τη γλίτωσε όχι γιατί ήταν ‘κάποια’, αλλά μάλλον γιατί δεν ήταν τίποτα.
Τίποτα ατρόμητο, τίποτα αποφασιστικό, τίποτα έτοιμο να πεθάνει για ένα σκοπό,
τίποτα ξεκάθαρο. Παρέταξαν τους άλλους
στη σειρά. Κοίταξε την γυναίκα του καμιονιού στα μάτια, αυτή τη φορά για να της
δώσει η ίδια θάρρος. Δευτερόλεπτα μόνο
είδε μια σκιά να περνά από τα μάτια της- ποιος ξέρει, ίσως να σκέφτηκε τα
παιδιά της; Τη μάνα της; Μα γρήγορα το φλογερά παγωμένο βλέμμα της νίκησε το
φόβο. Άνοιξαν πυρ. Κι ύστερα σιωπή. Σιωπή και αίμα.
Ξύπνησε από τον εφιάλτη με έντονο πόνο. Το αίμα δεν ήταν πια
στο όνειρο, αλλά ανάμεσα στα πόδια της.
Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει ‘ουφ τη γλίτωσα’ ή ‘ακόμα ένα χαμένο ωάριο’… Ανακούφιση μα και απογοήτευση. Όπως στο όνειρο, σκέφτηκε. Τη γλίτωσε μα και απογοητεύτηκε.
Όπως στο όνειρο, που δεν ήξερε ποια είναι σε αντίθεση με τους άλλους στο
καμιόνι.
Πρέπει να μάθω, σκέφτηκε. Πρέπει να μάθω ποια είμαι και τι
θέλω. Πρέπει να ψάξω. Να με ψάξω. Δεν θα άφηνε την καθημερινότητα να την
παρασύρει στο κρυφτούλι με τον εαυτό της. Είχε έρθει η ώρα, να έρθει αντιμέτωπη
με τις αλήθειες της και να πάρει αποφάσεις- όποιες και αν ήταν αυτές. Είχε
έρθει η ώρα, να ξέρει ποια είναι στο καμιόνι της δικής της ζωής.