Έφερναν με τον ερχομό τους καινούργια σάκα, καινούργιο δάσκαλο και όλα τα κλισέ της γομολάστιχας και της μυρωδιάς του ξυσμένου μολυβιού που έχουν χιλιογραφτεί, μαζί και προσδοκίες για όσα ευχόμουν να αλλάξουν, πράγματα που δεν άλλαξαν ως σήμερα που έχουν περάσει τριάντα περίπου χρόνια.
Μεγαλύτερη, αγάπησα κι άλλο τους Σεπτέμβρηδες. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, η γενναιοδωρία τους συνεχίστηκε. Μου έφεραν έναν μεγάλο έρωτα. Την πρώτη πελώρια, αληθινή μου αγάπη. Και ένα κίτρινο φύλλο στην καρδιά ενός βιβλίου.
Συνεχίζω να τους αγαπώ.
Η πόλη ηρεμεί, οι σοκολάτες στο περίπτερο δε λιώνουν, είναι όσο μαλακές πρέπει, και η κόρη μου αγοράζει καινούργια παπούτσια μπαλέτου. Τι όμορφο που είναι το μπαλέτο! Το μπαλέτο έχει περήφανη πλάτη, τεντωμένο λαιμό και περιποιημένο κότσο. Αγαπώ και την υπερηφάνεια και την περιποίηση, καθόλου την προκατάληψη.
Θυμάμαι έναν Σεπτέμβρη ήμουν αρκούντως προκατειλημμένη, ώστε να μην δίνω σημασία ούτε στα πρωτοβρόχια, ούτε καν στις αστραπές γιατί όπως όλοι οι προκατειλημμένοι άνθρωποι έβλεπα μονάχα όσα μου επέτρεπαν τα σκουριασμένα κιγκλιδώματα του περιορισμένου πεδίου μου. Έφτασα να κολυμπάω σε πλημμυρισμένα δωμάτια και να βγάζω το κεφάλι για να πάρω ανάσα, να επιζήσω. Δωμάτια του μυαλού, της ψυχής. Δωμάτια φυλακές χωρίς παράθυρα. Ή μάλλον με παράθυρα που όμως ήταν αόρατα.Για πολλούς ανθρώπους, τα παράθυρα της ζωής είναι αόρατα εξαιτίας του τρόπου που έμαθαν να κοιτούν και ακόμα της πεποίθησης ότι άλλοι άνθρωποι, σημαντικοί για κείνους, έχουν την εξουσία να τους κλείνουν την οπτική και την πρόσβαση στο διαφορετικό. Κάπως σαν κλειδοκράτορες ή ελεγκτές της ελεύθερης διέλευσης στη ζωή. Ο επαρχιώτης γονιός, ο άριστος αδελφός, η κακιά συμμαθήτρια, η χειριστική σύζυγος, η χώρα που πνίγεται στο χρέος, η φήμη που θα βγει στο καφενείο, εμποδίζουν τη θέα.
Σαν από σιδερένιες μπάλες βαρυποινιτών κρατούνται έτσι δέσμιες οι επιθυμίες, τόσο που συχνά ούτε οι σκέψεις δεν κυκλοφορούν ελεύθερες, στο μαλακό περιεχόμενο του κρανιακού φλοιού. Αναδιπλώνονται και πέφτουν σε χειμερία νάρκη χωρίς την προσδοκία κάποιου ξυπνήματος.
Θυμάμαι άλλον ένα Σεπτέμβρη που ένα φρέσκο βοριαδάκι μπήκε από το παράθυρο, μου φύσηξε μια τούφα από αυτές τις ακούνητες, τις ασορτί με τα αλύγιστα κιγκλιδώματα, σήκωσα το χέρι, την πέρασα στα δάχτυλά μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και έφερα την τούφα, μαζί κι άλλες δύο από την άλλη πλευρά του προσώπου.
Κάτι είχε αλλάξει.
Και κάποιος το είδε αυτό και είδε όλη εμένα διαφορετική, όπως θα ήθελα και εγώ να με βλέπω, ελεύθερη, χωρίς προκατάληψη. Άρχισα μετά να με κοιτώ κι εγώ με τα μάτια του άλλου, και να βλέπω εκτός από μένα και άλλους ανθρώπους, κι άλλα πράγματα, κι άλλες ιδέες, έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Το παράθυρο λοιπόν ήταν ανοιχτό, έπρεπε όμως να δω πρώτα εμένα για να μπορώ να δω και έξω από αυτό.
Από εκείνον το Σεπτέμβρη συνεχώς ανοίγω παράθυρα, κρεμιέμαι ολόκληρη απ’ τα περβάζια και παρατηρώ λαίμαργα ανθρώπους, συνήθειες, πόλεις, ιδέες. Και αντί να διαλογίζομαι… διαολίζομαι. Διαολίζομαι για το χρόνο που ξόδεψα στα δωμάτια του φόβου και της προκατάληψης. Για το χαμένο χρόνο τελικά. Για τους χαμένους Σεπτέμβρηδες, Ιούνηδες και κάθε ώρα και λεπτό που σπατάλησα πασχίζοντας να χωρέσω την όρασή μου στα περιορισμένα σύνορα άλλων.
Αγαπώ τους Σεπτέμβρηδες όπως αγαπώ εκείνο το παιδί που ξεκινούσε το σχολείο κάθε χρόνο στις 11 του μήνα και περπατώντας στις πλάκες των πεζοδρομίων της πόλης, κοιτούσε πιο μακριά κι από το σχολείο, κι από τη συνοικία, κι από την πόλη, κι έβλεπε ελεύθερα όπως εκείνο ήθελε να βλέπει.
Ας διαολίζομαι για τα χαμένα, κάθε Σεπτέμβρη, με βρίσκω.