Ήταν
καιρός τώρα που δεν έβλεπε
τηλεόραση. Λίγο το διαδίκτυο, λίγο ότι
η ιδιωτική τηλεόραση έρεπε προς την
εύπεπτη κουλτούρα της προ κρίσης
περιόδου, λίγο ότι η κρατική τηλεόραση
ταλαντευόταν μεταξύ
μελαγχολίας και κολακείας της εξουσίας,
δεν την άνοιγε καν.
Αναγνώριζε
ωστόσο ότι
το διαδίκτυο, πολύπλευρο, δημοκρατικό,
πολύχρωμο και συναρπαστικό, υπολειπόταν
σε κάτι. Στην αμεσότητα, στο πρόσωπο,
στην έκφραση των ματιών, της φωνής, σε
αυτό που είναι τέλος πάντων ο ζωντανός
άνθρωπος που μιλάει στους ζωντανούς
ανθρώπους. Ζωντανούς δεν εννοούμε απλά
με παλμό 70 και οξυγόνο 97%, εννοούμε
ζω-ντα-νούς. Πρόσωπα που δακρύζουν
εκφωνώντας μια θλιβερή είδηση για έναν
γέρο ή ένα παιδί ή πρόσωπα με εκθαμβωτική
ξανθή κόμη που διαβάζουν
την ανακοίνωση του πρωθυπουργικού
γραφείου με ειρωνεία επειδή έτσι
επιβάλλει η οικογένεια και το κανάλι.
Μεταξύ
τηλεόρασης και διαδικτύου, είχε βρει
μια υπέροχη λύση, καθώς δεν ήθελε με
τίποτα να στερηθεί τη
ζωντανή έκφραση έστω της
φωνής: Το ραδιόφωνο.
Δυσκολεύτηκε να καταλήξει στο σταθμό,
στις ώρες και στις εκπομπές που προτιμούσε
αλλά όταν ανακάλυψε ποια προγράμματα
της άρεσαν, έγινε τακτική ακροάτρια.
Τόσο τακτική που καμιά φορά προγραμμάτιζε
και τις δουλειές της αναλόγως.
Αυτός
ο προγραμματισμός είχε παραγίνει έντονος
από όταν μπήκε το 2019.
Αλλά για μία μόνον εκπομπή,
ή μάλλον για
μία φωνή.
Μία
ζεστή, βαθιά
φωνή, που κάθε βράδυ στις οκτώ, εκτός
Σαββατοκύριακου την ταξίδευε. Σε λιμάνια
με θαμπούς
φάρους και φαροφύλακες που άκουγαν
στίχους του Καββαδία. Σε νεοϋρκέζικα
κλαμπ που η νύχτα διαδεχόταν τη μέρα
και η μέρα τη νύχτα με
γενναιόδωρους ήχους
jazz. Και
ακόμα, στον κήπο του σπιτιού που μεγάλωσε,
στην κρεμαστή κούνια που καθόταν με τον
πατέρα της τα μεσημέρια, μόλις εκείνος
γύρναγε απ’ την τράπεζα και της μάθαινε
Νέα Ελληνική Ιστορία διαφορετική από
του σχολείου με Χατζιδάκι
στο πικ-απ του σαλονιού και ανοιχτά
παράθυρα. Αυτό το τελευταίο
ταξίδι, δεν ήταν δα τόσο μακριά. Ήταν
επί τόπου ταξίδι, αφού το 70 τετραγωνικών
μέτρων διαμέρισμά της, όσο οι χτύποι
της καρδιάς των ζωντανών ανθρώπων -70,
ήταν ό, τι είχε απομείνει στην ιδιοκτησία
της από την αντιπαροχή στο
Παγκράτι.
Από
όλα τα ταξίδια, το
πιο ωραίο
αλλά και μαζί ενοχλητικό
ταξίδι που έκανε με τη ζεστή φωνή των
οκτώ, ήταν
στα σεντόνια. Στα σεντόνια του κυρίου
των οκτώ, που δεν τον γνώριζε, μόνο μια
θολή φωτογραφία του, της είχε
εμφανίσει η Google
όταν έψαξε το όνομά του
στο διαδίκτυο. Στα σεντόνια του, στα
χέρια του,
στο στέρνο του το αυτί της και η φωνή
του από πάνω να τη σκεπάζει.
Ωραίο ταξίδι. Και ενοχλητικό. Γιατί είχε
γίνει απαραίτητο.
Ταξίδι
μαγικό σε
στίχους και ήχους που εναρμονίζονταν
αριστουργηματικά με τη χροιά της φωνής
του. Πολλές φορές νόμιζε ότι ο Λέοναρντ
Κόεν τέλειωνε μια φράση
και τη συνέχιζε ο κύριος των οχτώ
σκυμμένος πάνω από το
πρόσωπό της με τα χέρια του στα μαλλιά
της. Κι άλλες ότι την αγαπούσε και τη
συναντούσε κάτω από το σταθμό κάθε βράδυ
στις δέκα, μετά την εκπομπή.
Η
Φιλολάου
στο Παγκράτι που κάποτε
ήταν ο κήπος της με την κούνια της
και τώρα το διαμέρισμά της,
από την αρχή της Κηφισίας
που βρισκόταν ο σταθμός
-πληροφορία της Google και
αυτή- ήταν πραγματικά πολύ κοντά. Και
ήταν Παρασκευή. Πάντα τις
Παρασκευές ο κύριος των οχτώ έκανε την
καλύτερη εκπομπή της εβδομάδας.
Βασανιστικά ωραία, προκλητικά ωραία,
αξέχαστη για όλο το Σαββατοκύριακο.
Τον
άκουγε και οδηγούσε.
Ανέβασε
την ένταση.
Μπήκε
στην Κηφισίας τη στιγμή που έπαιζε το
I’m your man
του Κόεν και είδε το
φωτεινό σήμα του σταθμού την ώρα που η
φωνή του κυρίου των οκτώ
περιέγραφε πώς είναι να
ανήκεις. Να ανήκεις εκεί
που θέλεις, σε μια θάλασσα, σε μαι στεριά,
σε μία γυναίκα. Σε μία πάντως.
Το τόνιζε.
Τράβηξε
το χειρόφρενο έξω ακριβώς από τη είσοδο
του σταθμού. Θαύμα ότι
βρήκε να παρκάρει ακριβώς
έξω από την είσοδο του σταθμού.
Κατέβασε τα παράθυρα αλλά όχι την ένταση.
Ούτε στις δέκα που τελείωσε η εκπομπή
την κατέβασε. Άφησε τις διαφημίσεις για
κινέζικα εστιατόρια και λαχταριστές
σοκολάτες να ακούγονται
δυνατά. Η πόρτα του
οικήματος άνοιξε στις 10:10. Είδε δυο
πόδια με τζιν και αθλητικά να βγαίνουν.
Έσκυψε λίγο, αλλά πολύ έτοιμη να τον
φωνάξει. Πήρε μιαν ανάσα, μισάνοιξε το
στόμα.
Ένα
σχεδόν γεροντάκι, μικροκαμωμένο,
με ένα μεγάλο μπουφάν που
δεν κατόρθωνε να κρύψει την καμπούρα
του περπάτησε ως τη γωνία και ανέβηκε
σε ένα παπάκι του 1990. Σαν
τη θολή φωτογραφία της Google
σε παπάκι, χωρίς
φωνή. Άφωνο.
Χωρίς
την εκπομπή
των οχτώ.
Χωρίς
τη φωνή.
Χωρίς
το μύθο.
Το
μύθο της.