Το πάρκο ήταν μισοσκότεινο. Παρότι
είναι πολύ μεγάλο και δε θεωρείται απολύτως ασφαλές τη νύχτα, παραμένει με
ελλιπή φωτισμό και αρκετά απεριποίητο ως και εγκαταλειμμένο. Με κρατούσες
σφιχτά, δε νομίζω επειδή φοβόσουν, άλλωστε δεν ήταν καν μεσάνυχτα. Ήταν όμως Σάββατο.
Τα Σάββατα ήμασταν πάντα μόνοι.
Τα κρατάγαμε για εμάς. Υπήρχε λες μια κρυφή συνεννόηση από το πρωί που
ξυπνούσαμε και μοιραζόμασταν τις δουλειές. Εσύ τα ποτά, εγώ τα τυριά αν θα μέναμε
το βράδυ στο σπίτι. Εσύ στο πλυντήριο το αυτοκίνητο, εγώ τα εισιτήρια αν θα πηγαίναμε
στο θέατρο. Εσύ το εστιατόριο, εγώ το μπαρ εάν θα βγαίναμε. Ό, τι και να
διαλέγαμε ήταν μαζί και μαζί φροντίζαμε τα Σάββατα να είναι τέλεια. Είχε γίνει
σχεδόν ιεροτελεστία η προετοιμασία και η απόλαυση του Σαββάτου αλλά απείχε από
τον ψυχαναγκασμό γιατί αυτό που κάναμε, μας άρεσε πολύ. Τόσο πολύ που ακόμα και
οι φίλοι μας το είχαν καταλάβει και δε μας
τηλεφωνούσαν ποτέ τα Σάββατα.
Τα Σάββατα πρωταγωνιστούσαν στη
ζωή μας για χρόνια, μήπως ήταν και αιώνες τελικά. Κι ας μην ήταν, για αιώνες
μετράνε οι ατέλειωτες συζητήσεις μας στον καναπέ. Όσο κυλούσε το κρασί στα
ποτήρια, τόσο έρεε η συζήτηση προς δρόμους καινούργιους που διακλαδώνονταν με άλλους
και που δεν είχαν ούτε προορισμό, ούτε τέρμα γιατί εμείς δεν τους δίναμε.
Θέλαμε να φτάνουμε και να ξαναφτάνουμε σε νέες αφετηρίες και αυτό κάναμε.
Για αιώνες μετράνε οι μεγάλες
ηδονές, στο χαλί να παραδίνεσαι, θεός της νιότης και του έρωτα στα φιλιά μου, σε
έβλεπα να σβήνεις, παντοδύναμη εγώ, ως τη στιγμή που με τιθάσευες και στο τέλος
με νικούσες για να με βρεις απόμαχη και κουλουριασμένη στον ώμο σου τον
βρεγμένο από τα δάκρυα μου –δε θέλω να τελειώσει ποτέ αυτό, να ψιθυρίζω.
Για αιώνες μετράνε και οι
πολύωρες διαφωνίες και συμφωνίες και γνώμες για τα θέατρα που βλέπαμε.
Διαβάζαμε και πριν και μετά για τα έργα και ήμασταν λίγο άκαρδοι με τους ηθοποιούς,
έλα παραδέξου το, σαν πολλές απαιτήσεις δεν είχαμε;
Για αιώνες και οι σχολαστικές
γευσιγνωστικές ώρες μας σε εστιατόρια που ξετρυπώναμε από περιοδικά και φίλους
με μεγάλες απαιτήσεις, ποτέ όμως μεγαλύτερες από τις δικές σου. Πόσο με
εκνεύριζε η σκληρή κριτική και η κακή βαθμολογία που έδινες στα πιο πολλά. Και
όσο πιο ‘δήθεν’ το μέρος, τόσο πιο κακός γινόσουν. Καλά που δεν έχεις στήλη
κριτικής εστιατορίων, σε πείραζα, θα τους έκλεινες όλους.
Χρόνια τώρα τα Σάββατα δεν
είμαστε μόνοι.
Κι αυτό όχι για κάποιον μπανάλ
λόγο, όπως ότι έχουμε γίνει γονείς και πηγαίνουμε στα παιδικά πάρτυ ή επειδή δεν
έχουμε πια χρήματα για εστιατόρια και θέατρα. Αλλά για έναν ακόμα πιο μπανάλ
λόγο. Αυτόν που λέγεται χρόνος.
Χρόνος που αποτελειώνει ακόμη και
τα αιώνια Σάββατα, τα δικά μας ιερά Σάββατα.
Πραγματικά δεν ξέρω πώς έγινε.
Μπορώ να πω ότι τη μια έπαιζε η ομάδα σου και την άλλη δεν είχα όρεξη να πιω. Τη μια
βαριόσουν τα θέατρα, την άλλη με πείραζε το βραδινό φαγητό. Πάντως έγινε.
Χθες ήταν Σάββατο. Περνούσαμε
από το μισοσκότεινο πάρκο. Πηγαίναμε σε φίλους. Κι όπως με κρατούσες σφιχτά
θυμήθηκα τα άλλα Σάββατα, αυτά που δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, μα έφυγαν. Έφυγαν
τόσο μακριά που δε σε κοίταξα καν κι ούτε σου είπα τι μου θυμίζει ο τρόπος που
με κρατάς και ούτε σε κοίταξα γιατί δεν ήθελα να αλλάξει τίποτα εκείνη τη
στιγμή. Άλλωστε δεν ήταν καν μεσάνυχτα. Θα μπορούσα να σε ρωτήσω μετά, απόμαχη
και κουλουριασμένη στο βρεγμένο από τα δάκρυα μου ώμο σου –γιατί τελείωσε αυτό
να ψιθυρίζω.