“Ίσως να ήσουν
τραυματίας τώρα εάν ζούσες στο Παρίσι”.
Με
κάτι τέτοια με παρηγορείς που έκανα την
επαρχία δεύτερο ρούχο μου, μάλλον και
δεύτερο μυαλό μου. Όταν όμως ξεφεύγω
από τον μικροαστισμό μου, όταν ελευθερώνεται
η σκέψη μου, φαντάζομαι ότι δεν είναι
δα τόσο σοβαρό να εκτίθεσαι προκειμένου
γι’ αυτά που πιστεύεις. Θα φορούσα
κίτρινο γιλέκο δηλαδή! Θα φώναζα και θα
αντιστεκόμουν σε ό, τι με μειώνει. Θα
ήθελα, ναι!
Διανύσαμε
χρόνια μουδιασμένα που μείναμε απλοί
παρατηρητές οι Έλληνες. Σιωπήσαμε στο
βάρος των μνημονιακών υποχρεώσεων και
στο είδος.
Δε θα μπορούσε να ξεπληρωθεί
το βάρος των οφειλών χωρίς να βαραίνει
πάντα, μα πάντα τους ώμους των αδυνάμων;
Δεχθήκαμε
φυτευτό πρωθυπουργό.
Χάσαμε
εργασιακά προνόμια κατοχυρωμένα από
αγώνες και αιώνες.
Κυρίως
χάσαμε την αξιοπρέπειά μας χωρίς ακόμη
να έχουν -μετά από 8 χρόνια κρίσης -
επιστρέψει στην Ελλάδα τα εκατομμύρια
ευρώ της λίστας Λαγκάρντ, της λίστας
του Λιχτενστάιν και ακόμη άλλα.
Αν
θα φορούσα κίτρινο γιλέκο σκέφτομαι
και ξανασκέφτομαι σήμερα ανακαλώντας
τις νωπές αναμνήσεις του εθνικού μας
χρονικού -της κρίσης εννοείται. Της
ντροπιαστικής μιζέριας που λέγεται
υποταγή. Που δε θα φορούσε, δυστυχώς,
ποτέ, κίτρινο γιλέκο.
Στην
Ελλάδα – ποιος ξέρει πώς, ίσως οι
κοινωνιολόγοι να υποθέτουν – είμαστε
δουλοπρεπείς απέναντι στην εξουσία. Κι
αυτή η όποια εξουσία το ξέρει καλά
και διαχρονικά καταχράται την αδυναμία
μας.
Σε
ακούω στο μπάνιο να σφυρίζεις όπως
ξυρίζεσαι. Η καφετιέρα αχνίζει και
απλώνω βούτυρο σε θερμοκρασία δωματίου
στη φρυγανιά μου.
Αν
ήμουν στο Παρίσι, ξανασκέφτομαι…
Θα
είχα ξαγρυπνήσει σε ένα δρόμο διεκδικώντας
τη ζωή μου. Δε θα έκαιγα,ούτε θα βανδάλιζα,
πρώτον επειδή δεν είμαι βάνδαλος και
δεύτερον επειδή σέβομαι την αρχή της
ιδιοκτησίας. Είναι λεπτές οι ισορροπίες
ανάμεσα στο διεκδικώ και στο καταστρέφω,
στο αγωνίζομαι και στο βανδαλίζω, στο
απαιτώ και στο γίνομαι βίαιος.
Θα
ήμουν στο δρόμο αλλά θα παρέμενα εγώ -
που δεν είμαι βάνδαλος. Αφού δεν αγωνίστηκα
σαν Ελληνίδα που σέβεται τον εαυτό
της,αφού δε ζω στο Παρίσι να φορούσα
χθες βράδυ κίτρινο γιλέκο, αγωνίζομαι
να πω στα παιδιά τι σημαίνει αντίσταση,
δίκιο, αυτοσεβασμός – μιλώντας πάντα
στον πληθυντικό. Κλειδί ο πληθυντικός,
για όσους καταλαβαίνουν.
Ο
γιος μου προχθές διεκδίκησε το δικαίωμά
του απέναντι στη μικρή μεν, εξουσία
δε,που λέγεται καθηγητής Λυκείου. Τον
ρώτησα εάν κράτησε τον πληθυντικό.
Απάντησε θετικά. Του είπα Μπράβο! Τα
κατάφερα. Είμαστε στον ίδιο δρόμο, στην
ίδια λογική.
Θα
ζούσα στο Καρτιέ Μονπαρνάς . Τις Παρασκευές
θα έτρωγα λεπτές κρέπες με ζύμη ολικής,
βουτυρωμένες και τραγανές, τις περίφημες
της συνοικίας. Τα Σάββατα θα περιδιάβαινα
τον πεζόδρομο που κάνουν λαϊκή. Κάποια
βράδια θα πηγαίναμε στην Όπερα αν
βρίσκαμε εισιτήρια σχετικά οικονομικά
από νωρίς. Μπορεί η ανάσα μου να μύριζε
ελαφρώς σκόρδο. Θα είχα πάντα στην τσάντα
μου μια κασμιρένια κόκκινη εσάρπα. Ο
γιος μου θα έκανε σκέιτ στην πλατεία
Τροκαντερό και η κόρη μου μπαλέτο σε
μια παλιά σχολή χορού. Θα έστελναν
και οι δυο βιντεάκια στον παππού και τη γιαγιά στην
Ελλάδα. Θα είχαμε φίλους που αγαπούν
την αρχαία Ελλάδα και τα καλοκαίρια θα
τους φέρναμε μαζί μας στην Κέρκυρα. Όπως
θα άπλωνα σήμερα το βούτυρο σε θερμοκρασία
δωματίου στη φρυγανιά μου, δε θα σε
άκουγα να σφυρίζεις από το μπάνιο γιατί
ακόμη θα κοιμόσουν. Όλοι θα κοιμόσασταν
μετά από μια νύχτα στους δρόμους φορώντας
κίτρινα
γιλέκα.
Μονάχα
εγώ θα είχα ξυπνήσει από
νωρίς, να σκέφτομαι τα κίτρινα γιλέκα και να αναλογίζομαι
πόσο η -ελληνική - επαρχία κονταίνει το
μυαλό, τις ιδέες, το μπόι των ανθρώπων.