Όλα [Αλίκη Κατσαρού]

Και ανηφορικός και σκοτεινός! Καθώς περπατούσα, σκεφτόμουν τους ανθρώπους που τα σπίτια τους είναι κατά μήκος του. Φοβόμουν λίγο αλλά έπρεπε να τον ανέβω. Είχα παρκάρει από το πρωί το αυτοκίνητο στην κορυφή του λόφου που διέσχιζε ο δρόμος.

Άναψα το φακό του κινητού. Μια φώτιζα την άσφαλτο για να βλέπω πού πατώ, μια μπροστά για να μη συγκρουστώ με άνθρωπο, κολώνα ή στη χειρότερη αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή φώτισα το μεγάλο κτήριο. Αγγλοκρατίας ήταν και χρησίμευσε ως νοσοκομείο. Τι δε γνώρισαν οι τοίχοι και τα δωμάτια του.


Πλησιάζοντας στο κτήριο έσβησα το κινητό. Ο φωτισμός τώρα δεν ήταν απλά επαρκής αλλά σχεδόν εκτυφλωτικός. Μεγάλοι προβολείς φώτιζαν ανακριτικά όλο τον περιβάλλοντα χώρο του οκτάγωνου κτηρίου των φυλακών. Επιτάχυνα το βήμα αν και τα φώτα, καθώς και τα γραφεία της διοίκησης στο βόρειο τμήμα θα έπρεπε να μου δημιουργούν ένα αίσθημα ασφαλείας. Έφτασα στο αυτοκίνητο, μπήκα και μετά από μένα ξεφύτρωσαν από το παρακείμενο άλσος δυο σκυλιά, όχι τα φιλικότερα του κόσμου μάλλον. Ασφάλισα τις πόρτες.




Ξεκίνησε η μηχανή και μαζί οι σκέψεις. Το ίδιο θορυβώδεις και ανήσυχες όσο ο ήχος της. Κάθε φορά που θα περνώ από τις φυλακές, οι ίδιες. Πώς είναι, πώς περνάει, αν θα βγει.
Έχει σφυγμούς, ανάσα, όραση, θερμοκρασία. Έχει διαυγή σκέψη, όπως μου είπαν, και ελπίδα ότι θα βγει σύντομα. Δε ρώτησα ποτέ αν μπορώ να τον δω. Πώς να ρωτούσα όσο κι αν τον σκέφτομαι συνέχεια, αφού χρόνια τώρα δεν κάναμε παρέα.
Υπάρχουν άνθρωποι που ακόμη και αν δεν είχαν στενή σχέση με κάποιον, όταν του προκύπτει μια συμφορά, σπεύδουν να βοηθήσουν τάχα. Είναι άνθρωποι που τους αρέσει πάρα πολύ η δυστυχία. Αισθάνονται άνετα μέσα της και το παίζουν και Μαρίες Τερέζες – έξτρα μπόνους αυτό.
Εγώ λοιπόν δε ρώτησα, παρότι ο Τάσος δεν φεύγει από το μυαλό μου, γιατί ο Τάσος δε θα σκότωνε ποτέ. Όχι ότι αμφισβητώ τη δικαιοσύνη. Ξέρω ότι το έκανε. Αλλά ξέρω ότι δε θα το έκανε αν…

Τι σημασία έχουν τώρα τα αν. Σημασία έχει ότι εγώ βάζω πρώτη, δευτέρα, φεύγω και ο Τάσος είναι μόνιμα στο νεκρό. Έστω στο κλινικά νεκρό, αφού όλοι όσοι τον ξέρουμε ελπίζουμε ότι θα ξαναζήσει. Εκτός φυλακής.

Θυμάμαι, παιδιά ανεβαίναμε στο άλσος και από τα υψώματα κοιτάγαμε με περιέργεια τις φυλακές. Φανταζόμασταν ότι μέσα ζουν μόνο τερατώδεις άνθρωποι που τους φοβόμασταν. Ακούγαμε το φύλακα που ανήγγειλε προαυλισμό από τα μεγάφωνα και φτιάχναμε εικόνες μυθιστορηματικές. Εικόνες που αποκλειόταν να περιείχαν έναν από εμάς. Ίσως και ο Τάσος να ήταν τότε στην παρέα αλλά αυτό δεν μπορώ να το θυμηθώ.
Η κρυάδα που με διαπερνά με τέτοιους συλλογισμούς με τοποθετεί, χωρίς να με ρωτήσει, στις σελίδες του Ντοστογιέφσκι. Με μια αναιδή αυθαιρεσία, με χώνει σε παραγράφους πιο σκοτεινές και ανηφορικές από τον δρόμο που προ ολίγου ανέβηκα. Ήρωες με λίγο από μένα, λίγο από τον Τάσο, λίγο από σένα, μου προκαλούν βαθύ πόνο. Το συναίσθημα είναι ανακουφιστικά μαζοχιστικό γιατί περιέχει οικεία κομμάτια όλων των ανθρώπων, των εποχών, των εθνών, τα έχει όλα. Οι σκιές των προσώπων τους φωτίζονται από λαδοφάναρα. Δεν υπάρχουν φακοί κινητών. Είναι φιγούρες σε κάδρα που περιέχουν όλα τα πάθη του ανθρώπινου γένους κι όλα τα θέλω και τα μη. Ανυπόφορες περιγραφές του δημιουργού  διαβεβαιώνουν το νου ότι το χειρότερο είναι πάντα πιθανό στη ζωή των ανθρώπων. Τότε, τώρα, πάντα. 

Η τρίτη ανοίγει δρόμο προς την πόλη και τη ζωή της.
Μια ταχύτητα είναι όλα και μέσα της όλα μπορούν να συμβούν.
Όλα.