Το
γιασεμί είχε ντύσει, όπως
κάθε χρόνο, την κολόνα του κήπου. Η αυλή μοσχοβολούσε
αγιόκλημα και γιασεμί σαν
το
τραγούδι και τα κρεμασμένα φωτάκια από
το οριζόντιο καλώδιο πάνω από το τραπέζι,
γλύκαιναν κι άλλο τη βραδιά. Οι ώμοι της
γυμνοί, γυάλιζαν κάτω από τα φώτα. Χωρίς
μανίκια, υφάσματα, δαντέλες, φάνταζαν
γοητευτικά απέριττοι
μπροστά από το φορτωμένο γιασεμί. Μπορεί
ένα γιασεμί να είναι ποτέ φορτωμένο; Οι
ώμοι όμως μπορούν, κι εκείνη δεν τους
ήθελε έτσι, τους αγαπούσε γυμνούς. Ο
ήλιος άλλωστε τη φιλούσε με πάθος όλη
την ημέρα που
εκείνη πέρναγε στην αμμουδιά. Τόσο
που της είχε αλείψει τη λάμψη του σ’
όλο της το σώμα.
Γιατί να το
κρύβει με ρούχα;
Εικοσιπέντε
Ιούνηδες, από
δέκα χρονών,
στον ίδιο κήπο κάθε καλοκαίρι, φίλη με
τις πυγολαμπίδες, ερωτευμένη με τα
λουλούδια, αγαπημένη με τους σπουργίτηδες
και τα χελιδονάκια που στέκονταν
και την κοίταζαν
με γερμένο λαιμό. Κουβέντα
σχεδόν καμία με τους χωριανούς. Το πολύ
μια καλημέρα, ένα γεια σας, κι αν καμιά
γυναίκα τη σταματούσε στα δρομάκια
ανάμεσα από τα σπίτια, εκείνη χαμογελούσε
αχνά και έφευγε αποφεύγοντας κάθε λέξη
πέρα από τον χαιρετισμό. Από τότε
που πήρε η μάνα της το σπίτι, έτσι την
έμαθε και έτσι το κράτησε, κουβέντα
σχεδόν καμία με τους χωριανούς.
Τιμής
ένεκεν η σιωπή. Για
τη
μάνα. Στην αρχή, στα δέκα της, της είχε
πει ότι αγόρασε το σπίτι στο νησί και
θα πηγαίνουν διακοπές κάθε καλοκαίρι.
Είχε
μεγάλη χαρά. Έπιασε φιλίες με τις πυγολαμπίδες και
τα πουλιά αλλά καμία φιλία με τους
ανθρώπους, έτσι την είχε συμβουλέψει η
μάνα. Έφτασε
σχεδόν τριάντα για να της εξηγήσει.
Το σπίτι ήταν κληρονομιά του παππού και
της γιαγιάς που δε γνώρισε, που
είχαν διώξει τη μοναχοκόρη τους
γκαστρωμένη και ανύπαντρη. Άλλωστε πώς
θα μπορούσε να το είχε αγοράσει η μάνα,
μόνη με ένα παιδί και εργαζόμενη στην
Αθήνα του ‘90;
Με
ελάχιστα ρούχα, όσα που να δείχνουν με
θράσος την ομορφιά του κορμιού της και
με το πηγούνι λίγες μοίρες πιο ψηλά από
την κανονική του κλίση, τόσες που να
δείχνουν με θράσος τη
δίκαιη υπεροψία της,
διέσχιζε καθημερινά το χωριό. Πήγαινε
στην θάλασσα, πήγαινε στη Χώρα, πήγαινε. Πήγαινε και ερχόταν. Πάντα
σιωπηλή και πάντα υπερήφανη, ειδικά
τώρα που η μάνα δε ζούσε πια.
Ταραζόταν
μονάχα όταν συναπαντιόταν με αυτόν που
σαν να του έμοιαζε και σαν ίσως… αλλά
δεν θα δεχόταν ποτέ να μάθει.