Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κουβέντα, σχεδόν καμία [Αλίκη Κατσαρού]


Το γιασεμί είχε ντύσει, όπως κάθε χρόνο, την κολόνα του κήπου. Η αυλή μοσχοβολούσε αγιόκλημα και γιασεμί σαν το τραγούδι και τα κρεμασμένα φωτάκια από το οριζόντιο καλώδιο πάνω από το τραπέζι, γλύκαιναν κι άλλο τη βραδιά. Οι ώμοι της γυμνοί, γυάλιζαν κάτω από τα φώτα. Χωρίς μανίκια, υφάσματα, δαντέλες, φάνταζαν γοητευτικά απέριττοι μπροστά από το φορτωμένο γιασεμί. Μπορεί ένα γιασεμί να είναι ποτέ φορτωμένο; Οι ώμοι όμως μπορούν, κι εκείνη δεν τους ήθελε έτσι, τους αγαπούσε γυμνούς. Ο ήλιος άλλωστε τη φιλούσε με πάθος όλη την ημέρα που εκείνη πέρναγε στην αμμουδιά. Τόσο που της είχε αλείψει τη λάμψη του σ’ όλο της το σώμα. Γιατί να το κρύβει με ρούχα;
Εικοσιπέντε Ιούνηδες, από δέκα χρονών, στον ίδιο κήπο κάθε καλοκαίρι, φίλη με τις πυγολαμπίδες, ερωτευμένη με τα λουλούδια, αγαπημένη με τους σπουργίτηδες και τα χελιδονάκια που στέκονταν και την κοίταζαν με γερμένο λαιμό. Κουβέντα σχεδόν καμία με τους χωριανούς. Το πολύ μια καλημέρα, ένα γεια σας, κι αν καμιά γυναίκα τη σταματούσε στα δρομάκια ανάμεσα από τα σπίτια, εκείνη χαμογελούσε αχνά και έφευγε αποφεύγοντας κάθε λέξη πέρα από τον χαιρετισμό. Από τότε που πήρε η μάνα της το σπίτι, έτσι την έμαθε και έτσι το κράτησε, κουβέντα σχεδόν καμία με τους χωριανούς.

Τιμής ένεκεν η σιωπή. Για τη μάνα. Στην αρχή, στα δέκα της, της είχε πει ότι αγόρασε το σπίτι στο νησί και θα πηγαίνουν διακοπές κάθε καλοκαίρι. Είχε μεγάλη χαρά. Έπιασε φιλίες με τις πυγολαμπίδες και τα πουλιά αλλά καμία φιλία με τους ανθρώπους, έτσι την είχε συμβουλέψει η μάνα. Έφτασε σχεδόν τριάντα για να της εξηγήσει. Το σπίτι ήταν κληρονομιά του παππού και της γιαγιάς που δε γνώρισε, που είχαν διώξει τη μοναχοκόρη τους γκαστρωμένη και ανύπαντρη. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να το είχε αγοράσει η μάνα, μόνη με ένα παιδί και εργαζόμενη στην Αθήνα του ‘90;
Με ελάχιστα ρούχα, όσα που να δείχνουν με θράσος την ομορφιά του κορμιού της και με το πηγούνι λίγες μοίρες πιο ψηλά από την κανονική του κλίση, τόσες που να δείχνουν με θράσος τη δίκαιη υπεροψία της, διέσχιζε καθημερινά το χωριό. Πήγαινε στην θάλασσα, πήγαινε στη Χώρα, πήγαινε. Πήγαινε και ερχόταν. Πάντα σιωπηλή και πάντα υπερήφανη, ειδικά τώρα που η μάνα δε ζούσε πια.
Ταραζόταν μονάχα όταν συναπαντιόταν με αυτόν που σαν να του έμοιαζε και σαν ίσως… αλλά δεν θα δεχόταν ποτέ να μάθει.









Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρ