Ήταν
η μέρα που το φως κατατρόπωνε το σκοτάδι.
Η αιώνια μάχη είχε για λίγες ώρες νικητή,
αέναη η αναμέτρηση, αμφίρροπη πάντα,
προσωρινή η επικράτηση, ισόπαλο το
τελικό σκορ. Η νύχτα ηττημένη θα λούφαζε
απόμερα να μετρήσει τις δυνάμεις της,
ίσα για να περάσει στην αντεπίθεση, από
το επόμενο κιόλας ξημέρωμα. Θα άρχιζε
σιγά σιγά να ροκανίζει στιγμές, ανεπαίσθητα
ψήγματα χρόνου θα άφηναν τις άσπρες
φορεσιές για να ντυθούν το σκούρο μπλε
και μετά το μαύρο. Θα της έπαιρνε καιρό,
μα θα τα κατάφερνε. Στο μυαλό του Άλκη
όλα είχαν πρόσωπο. Ακόμη και το φως και
το σκοτάδι. Του έμοιαζε η καθησυχαστικά
επαναλαμβανόμενη πάλη τους με της ψυχής
τα καμώματα. Άλλοτε πάλλευκη, λαμπερή,
αψεγάδιαστη, σαν φρεσκοπλυμένο σεντόνι
που στεγνώνει στον ήλιο και άλλοτε
σκοτεινή και ανταριασμένη, ίδια με
άβυσσο απύθμενη, τρομακτική.
Το
θερινό ηλιοστάσιο ήταν η επίσημη μέρα
έναρξης του καλοκαιριού. Τον γύριζε
νοερά στα χρόνια της ανεμελιάς. Του
έφερνε στο νου ψάθινα καπέλα αφημένα
σε πολύχρωμες πετσέτες δίπλα σε μπάλες
θαλάσσης και ρακέτες. Του θύμιζε κόμπους
ιδρώτα που ξεπλένονταν στο κύμα, να
ανακατεύεται η ανθρώπινη αλμύρα με τη
θαλασσινή, αλάτι στο αλάτι. Και κορίτσια
που συναγωνίζονταν σε λάμψη το θεό Ήλιο,
ήταν εκείνο το χαμόγελο που στεφάνωνε
τα πρόσωπα και εκείνη η γεύση αιωνιότητας
που έκανε τις αχτίδες να ζηλεύουν, σαν
να μην ήταν εκείνες καταδικασμένες σε
λάμψη ατελεύτητη. Και κορμιά ροδοκόκκινα,
ίδια με φρεσκοψημένα ψωμάκια. Και μια
θάλασσα που λιάζονταν σαν τεμπέλα γάτα,
ναζιάρα, προκλητική, υποδεχόταν στην
αγκαλιά της τα ζεσταμένα σώματα και τα
επέστρεφε δροσερά και ανανεωμένα. Μέρες
χάρτινες που ο χρόνος έκοψε σε κομματάκια
με το ψαλίδι της λήθης, μα που σαν τον
χαρτοπόλεμο, είχαν εισχωρήσει παντού,
τα έβρισκε σε απίθανα σημεία τις πιο
απίθανες στιγμές. Πάνω απ’ όλα του
θύμιζε εκείνη. Από παιδιά φίλοι,
συμμαθητές. Μαζί στα παιχνίδια, στα
πάρτι, στα διαβάσματα, μα τίποτα δεν
μπορούσε να συγκριθεί με την εικόνα της
την καλοκαιρινή. Δεν τόλμησε ποτέ να
της πει εκείνο το ΕΣΥ που αντανακλούσε
όλα του τα όνειρα. Αρκούνταν να την έχει
όπως μπορούσε. Για χρόνια. Μέχρι που η
πόρτα του σχολείου έκλεισε οριστικά
πίσω τους και οι ζωές πήραν το δρόμο
τους και έγιναν οι δυο τους περιπατητές
του μεγάλου κόσμου, από διαφορετικά
μονοπάτια. Φίλοι πάντα, επικοινωνούσαν
μέσα από τα social media,
την έβλεπε να μεγαλώνει, να αλλάζει, μα
αντί να μαραίνεται, εκείνο το άφατο ΕΣΥ
ήταν ακόμη ολοζώντανο, το έθρεφε θαρρείς
ο ήλιος των καλοκαιριών που μετρούσε
δίχως της, καλοκαίρια που είχαν πια τη
μυρωδιά του κλιματιζόμενου αέρα και
την υφή των λινών κουστουμιών. «Καλό
καλοκαίρι» της έγραφε πάντα τη μέρα της
ολικής κυριαρχίας του φωτός και ήξερε
πως ένα ακόμη καλοκαίρι του της ανήκε.
Μα
ήρθε η χρονιά που όλα άλλαξαν. Λίγες
εβδομάδες πριν τη μέρα που το «καλό
καλοκαίρι» του θα ταξίδευε για να τη
συναντήσει, μια πρόσκληση τον περίμενε
στα εισερχόμενά του. Μια πρόσκληση με
το όνομά της. Και το όνομα εκείνου που
είχε διαλέξει να της λέει για πάντα το
ΕΣΥ που εκείνος δεν τόλμησε. Ένας γάμος
και ένα πάρτι σε μια παραλία. Στην παραλία
των εφηβικών τους χρόνων. Την πρώτη μέρα
του καλοκαιριού. Είχε διαλέξει τη στιγμή
του θριάμβου του φωτός, το ολόλαμπρο
θερινό ηλιοστάσιο. «Θα χαρώ πολύ να
είσαι εκεί, μαζί μας. Τα καλοκαίρια μου
πάντα με τη δική σου ευχή αρχίζουν, φέτος
επιβάλλεται να μου τη δώσεις και από
κοντά! Θα είναι ένα πάρτι σαν εκείνα, τα
παλιά…» του έγραφε στο μήνυμα. Μα εκείνος
ήξερε πια καλά πως τα καλοκαίρια του
ορφάνεψαν. Ήξερε πια καλά πως θα έπρεπε
να ξανακολλήσει τα κομμάτια των ξεχασμένων
στιγμών από τα παλιά, να χτιστούν οι
παλιές θύμησες μέσα του από την αρχή,
ό,τι την αφορούσε θα έπαιρνε το χρώμα
της σέπιας, δικό του μόνο το παρελθόν,
το μέλλον είχε καταληφθεί από το ανέφικτο.
Αντέχουν τα ματαιωμένα όνειρα τόσο φως;
«Θα είμαι εκεί» της απάντησε. «Δεν θα
μπορούσα με τίποτα να λείπω τη μέρα που
θα λάμπεις ΕΣΥ». Και έμεινε η τελευταία
λέξη μετέωρη να αντηχεί εντός του για
ώρα.
Σκέφτηκε
εκείνη τη μέρα που το φως θα θριάμβευε.
Και αναρωτήθηκε πόση θλίψη θα γεννούσε
η χαρά και πόσα ανείπωτα θα έθαβε στην
αμμουδιά. Και μετά θα ήταν για πάντα
σκοτάδι.