Γυρνάω στα χρόνια που χοροπηδούσα στις
πλάκες της πόλης, προσπαθώντας να μην
πατήσω τις γραμμές. Έβαζα στόχο τις πλάκες σε όλο το
μεγάλο πεζοδρόμιο, μπροστά από το
κινηματοθέατρο “Παλλάς”.
Με
ένα κουτί γλυκά που
μου αγόρασες, στο
χέρι, σταμάτησα
να χοροπηδάω,
σε κοίταξα όπως περπατούσαμε μαζί και
είδα πάνω σου την ιστορία. Η histoire
totale του
μικρού μας τόπου, έμοιαζε γραμμένη πάνω στο ωραίο σου
καπέλο, στη φορεσιά και στα κοκάλινα
γυαλιά σου. Ήσουν εκπρόσωπος μιας εποχής
που σε λίγο θα χανόταν μαζί σου, αφού
ήσουν ήδη αρκετά ηλικιωμένος. Σ’ αγαπούσα
και με αγαπούσες τόσο μα
τόσο. Αλήθεια,
η αγάπη πού πάει όταν φεύγουν οι άνθρωποι;
Η
εποχή σου είχε το καλοκαίρι κουρτίνες
βουάλ, καλαμπόκι στο
χέρι,
φιστίκια
Αιγίνης αληθινά και επισκέψεις με
αμυγδαλωτά.
Το
χειμώνα είχε μακρύ
παλτό, σοκολατάκια νουγκά, κυριακάτικη
εξοχική ταβέρνα και κουμ καν.
Κάπως
έτσι γράφεται η histoire
totale. Με
αμυγδαλωτά, αντί για ημερομηνίες,
συνθήκες, ονόματα στρατηγών και
καθοριστικές μάχες. Με
τα σκαλάκια που μας ανέβαζαν στο σπίτι
της θείας Όλγας, τη λειτουργία της
Κυριακής και το καρπούζι τα
βράδια του καλοκαιριού
στο μπαλκόνι.
Από
το πρώτο πάτημα του πλήκτρου εκείνου
του ογκώδους υπολογιστή στην
αίθουσα πληροφορικής του Πανεπιστημίου,
αισθάνθηκα
ότι η εποχή σου τέλειωνε κι ας ήσουν
ακόμη εσύ παρών, τυχερέ. Και όντως
τέλειωνε. Οι πρώτες αλλαγές
όπως πάντα ήρθαν από την Αμερική. Μεγάλα
πράγματα. Δηλαδή, μεγάλα καταστήματα,
εμπορικά κέντρα, μεγάλα φαγητά, μεγάλα
αναψυκτικά, μεγάλα γράμματα με ΝΕΟΝ
πάνω από τις επιχειρήσεις. Εκτός από
την αλλαγή των μεγεθών, παρατηρούσα και
την αλλαγή του πλήθους. Η πόλη γέμιζε
και γέμιζε και απλωνόταν για να χωρέσει
τους ανθρώπους που δε φορούσαν πια μακρύ
παλτό το χειμώνα, ούτε άλλαζαν κουρτίνες
το καλοκαίρι.
Το
νέο νόμισμα ήταν το τελικό πέρασμα στη νέα εποχή.
Εσύ είχες
πια φύγει παππού, κι εγώ είχα μάθει με
άνεση να λογαριάζω πόσες δραχμές είναι
το ένα ευρώ, τόσο γρήγορα το έμαθα που
σύντομα δεν μπορούσα να αποτιμήσω τίποτα
σε δραχμές.
Ήρθαν
μέρες που αισθανόμασταν οι φίλοι μου
και εγώ εντελώς φυσικοί κάτοχοι και
χρήστες του ευρώ. Μαζί με αυτό πιστέψαμε κιόλας ότι δε
διαφέρουμε σε τίποτα από τους Βέλγους,
τους Ιταλούς, τους Γάλλους.
Κάπως
έτσι αρνηθήκαμε οι φίλοι μου κι εγώ και
άλλοι πολλοί, οι πιο πολλοί κάτοικοι
του μοναδικού μας τόπου ότι είμαστε οι
μοναδικοί, ξεχωριστοί εαυτοί μας.
Ούτε που μας πέρασε από το μυαλό να
προστατεύσουμε την εποχή εκείνη των παππούδων μας που όμως ήταν ακόμα ζωντανή. Ούτε που
μας πέρασε από
το μυαλό ότι
κάθε τόπος έχει τα σύμβολα,
τα αντικείμενα, τους τρόπους
που γράφουν το όνομά του στη συνείδηση
πρώτα των κατοίκων του και αμέσως μετά
των επισκεπτών του.
Τυχαίο είναι ότι οι
Γάλλοι κατοχύρωσαν την κυριαρχία τους
στα αρώματα, τα τυριά και τα κρασιά από
πάντα; Οι Ιταλοί
το καλό σχέδιο, την πάστα, και την πίτσα;
Οι Βέλγοι τις
υπηρεσίες και το εμπόριο;
Εμείς, την εποχή σου, παππού, την αρνηθήκαμε
σαν να την ντρεπόμασταν. Και αν τώρα,
ευτυχώς, ξαναφτιάχνουμε λάδι, κρασί,
τυρί, ακολουθούμε
συνήθειες και γούστα παλιά είναι επειδή
καταλάβαμε ότι
εμπορικοί
σκοποί το απαιτούν. Έστω κι έτσι…
Αλλά
πόσο κρίμα που δεν κρατήσαμε όσα ήμασταν
από αγάπη.
Έστω κι έτσι, από ανάγκη, είναι
κι αυτό καλό που
τα ξαναζωντανεύουμε. Ίσως κάποιοι
να τα αγαπήσουμε κιόλας.
Αλήθεια,
παππού, η αγάπη για αυτό που πραγματικά
είμαστε πώς είναι δυνατόν να χάνεται,
ενώ είμαστε παρόντες;