Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αυτό που είμαστε [Αλίκη Κατσαρού]


Γυρνάω στα χρόνια που χοροπηδούσα στις πλάκες της πόλης, προσπαθώντας να μην πατήσω τις γραμμές. Έβαζα στόχο τις πλάκες σε όλο το μεγάλο πεζοδρόμιο, μπροστά από το κινηματοθέατρο “Παλλάς”.
Με ένα κουτί γλυκά που μου αγόρασες, στο χέρι, σταμάτησα να χοροπηδάω, σε κοίταξα όπως περπατούσαμε μαζί και είδα πάνω σου την ιστορία. Η histoire totale του μικρού μας τόπου, έμοιαζε γραμμένη πάνω στο ωραίο σου καπέλο, στη φορεσιά και στα κοκάλινα γυαλιά σου. Ήσουν εκπρόσωπος μιας εποχής που σε λίγο θα χανόταν μαζί σου, αφού ήσουν ήδη αρκετά ηλικιωμένος. Σ’ αγαπούσα και με αγαπούσες τόσο μα τόσο. Αλήθεια, η αγάπη πού πάει όταν φεύγουν οι άνθρωποι; 


Η εποχή σου είχε το καλοκαίρι κουρτίνες βουάλ, καλαμπόκι στο χέρι, φιστίκια Αιγίνης αληθινά και επισκέψεις με αμυγδαλωτά.
Το χειμώνα είχε μακρύ παλτό, σοκολατάκια νουγκά, κυριακάτικη εξοχική ταβέρνα και κουμ καν.
Κάπως έτσι γράφεται η histoire totale. Με αμυγδαλωτά, αντί για ημερομηνίες, συνθήκες, ονόματα στρατηγών και καθοριστικές μάχες. Με τα σκαλάκια που μας ανέβαζαν στο σπίτι της θείας Όλγας, τη λειτουργία της Κυριακής και το καρπούζι τα βράδια του καλοκαιριού στο μπαλκόνι.
Από το πρώτο πάτημα του πλήκτρου εκείνου του ογκώδους υπολογιστή στην αίθουσα πληροφορικής του Πανεπιστημίου, αισθάνθηκα ότι η εποχή σου τέλειωνε κι ας ήσουν ακόμη εσύ παρών, τυχερέ. Και όντως τέλειωνε. Οι πρώτες αλλαγές όπως πάντα ήρθαν από την Αμερική. Μεγάλα πράγματα. Δηλαδή, μεγάλα καταστήματα, εμπορικά κέντρα, μεγάλα φαγητά, μεγάλα αναψυκτικά, μεγάλα γράμματα με ΝΕΟΝ πάνω από τις επιχειρήσεις. Εκτός από την αλλαγή των μεγεθών, παρατηρούσα και την αλλαγή του πλήθους. Η πόλη γέμιζε και γέμιζε και απλωνόταν για να χωρέσει τους ανθρώπους που δε φορούσαν πια μακρύ παλτό το χειμώνα, ούτε άλλαζαν κουρτίνες το καλοκαίρι.
Το νέο νόμισμα ήταν το τελικό πέρασμα στη νέα εποχή. Εσύ είχες πια φύγει παππού, κι εγώ είχα μάθει με άνεση να λογαριάζω πόσες δραχμές είναι το ένα ευρώ, τόσο γρήγορα το έμαθα που σύντομα δεν μπορούσα να αποτιμήσω τίποτα σε δραχμές.
Ήρθαν μέρες που αισθανόμασταν οι φίλοι μου και εγώ εντελώς φυσικοί κάτοχοι και χρήστες του ευρώ. Μαζί με αυτό πιστέψαμε κιόλας ότι δε διαφέρουμε σε τίποτα από τους Βέλγους, τους Ιταλούς, τους Γάλλους.
Κάπως έτσι αρνηθήκαμε οι φίλοι μου κι εγώ και άλλοι πολλοί, οι πιο πολλοί κάτοικοι του μοναδικού μας τόπου ότι είμαστε οι μοναδικοί, ξεχωριστοί εαυτοί μας. Ούτε που μας πέρασε από το μυαλό να προστατεύσουμε την εποχή εκείνη των παππούδων μας που όμως ήταν ακόμα ζωντανή. Ούτε  που μας πέρασε από το μυαλό ότι κάθε τόπος έχει τα σύμβολα, τα αντικείμενα, τους τρόπους που γράφουν το όνομά του στη συνείδηση πρώτα των κατοίκων του και αμέσως μετά των επισκεπτών του.
Τυχαίο είναι ότι οι Γάλλοι κατοχύρωσαν την κυριαρχία τους στα αρώματα, τα τυριά και τα κρασιά από πάντα; Οι Ιταλοί το καλό σχέδιο, την πάστα, και την πίτσα; Οι Βέλγοι τις υπηρεσίες και το εμπόριο;
Εμείς, την εποχή σου, παππού, την αρνηθήκαμε σαν να την ντρεπόμασταν. Και αν τώρα, ευτυχώς, ξαναφτιάχνουμε λάδι, κρασί, τυρί, ακολουθούμε συνήθειες και γούστα παλιά είναι επειδή καταλάβαμε ότι εμπορικοί σκοποί το απαιτούν. Έστω κι έτσι…
Αλλά πόσο κρίμα που δεν κρατήσαμε όσα ήμασταν από αγάπη. 
Έστω κι έτσι, από ανάγκη, είναι κι αυτό καλό που τα ξαναζωντανεύουμε. Ίσως κάποιοι να τα αγαπήσουμε κιόλας.
Αλήθεια, παππού, η αγάπη για αυτό που πραγματικά είμαστε πώς είναι δυνατόν να χάνεται, ενώ είμαστε παρόντες;



Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη