Θέλω
τον ίσκιο σου από πάνω μου, τη
στιγμή που μου
καίει ο ήλιος το μυαλό, να το κρατάς
φρέσκο.
Θέλω
τα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών
μου μπρούτζινα, με λευκές χειμωνιάτικες
πτυχές ανάμεσά τους.
Θέλω
να βυθίζομαι στο πρασινογάλαζο της
θάλασσας, όχι των καθημερινών μουντών
υποχρεώσεων.
Θέλω
το φτηνό δωμάτιο στο μικρό ψαροχώρι, με
τις βρεγμένες πετσέτες μας στα κάγκελα.
Θέλω
την ανατολή και τη δύση, κάδρο του τέλειου
σου προφίλ.
Θέλω
πατάτες τηγανητές από τα χέρια της
αγρότισσας που μας σταύρωνε όπως
αναχωρούσαμε με τη μηχανή.
Θέλω
το σημάδι από
το αποκοιμισμένο σου χέρι που
έγραψε ο ήλιος στο
μηρό μου.
Θέλω
το χαμογελαστό γεια σας του πασίγνωστου τραγουδιστή, που μέσα από την
αυλή πρόβαρε τραγούδια για τη βραδινή
συναυλία στο νησί.
Θέλω
τα αλμυρά φιλιά και τα γλυκά λόγια και
τα λιωμένα παγωτά και όσα καλοκαιρινά
κλισέ μας κάνουν να ξεχνάμε τα
σαρανταπενήντα φεύγα μας.
Θέλω
τα μωρά των φίλων μας που μας παίρνουν τα
μυαλά τώρα που τα δικά μας παιδιά
μεγάλωσαν.
Θέλω
το λευκό μου παρεό στο λαιμό σου φουλάρι,
γιατί σου πάει.
Θέλω παγωμένα νερά, παγωμένα ποτά, παγωμένη ρετσίνα και καυτούς όρκους.
Κι ένα βότσαλο όπως κάθε καλοκαίρι στο κομοδίνο.
Θέλω
να είναι πάντα Αύγουστος, ακόμα κι όταν
η σόμπα καίει στην τραπεζαρία τις Κυριακές με τους φίλους και τους συγγενείς που εσύ με κάνεις
να θέλω και να είμαι ανάμεσα τους αγαπημένη.
Πάντα
Αύγουστος γιατί να ξέρεις και να θυμάσαι, κανέναν Αύγουστο δε μου χρωστάς,
αγάπη μου!