Επειδή
παλιά πάθαινα ασφυξία, και νόμιζα πως
μου κόβεται η ανάσα, και κάθε που το
νόμιζα ένα κομμάτι μου πέθαινε, γι’
αυτό αγαπώ τόσο τους δρόμους.
Μια
μέρα είδα ένα δρόμο και τον πήρα. Ήταν
ένα φθινοπωριάτικο απομεσήμερο. Περίπου
σαν σήμερα 25 του Σεπτέμβρη ας πούμε.
Ήταν στενός,
επικλινής και εχθρικός.
Αλλά ήταν δρόμος
και εκεί ανέπνεα. Και όσο ανέπνεα, τόσο
ζωντάνευαν τα νεκρωμένα μου μέλη, με
μικρές αδύναμες αναπνοές στην αρχή,
λίγο καλύτερα όσο προχωρούσα. Κι όσο το
οξυγόνο, όχι πάντα καθαρό, έμπαινε στο
σώμα μου, τόσο το σώμα μου ξεμούδιαζε,
μαζί και το μυαλό, όργανο και αυτό με
αίμα, αγγεία, νεύρα, βιολογικά δηλαδή
χαρακτηριστικά που χρειάζονται οπωσδήποτε
οξυγόνο.
Όλοι
δεν ξέρουμε ότι αν ξεμείνει ο εγκέφαλος
από οξυγόνο, ο άνθρωπος πεθαίνει; Ή μένει
“χαζός”. Νομίζω ότι εγώ από την έλλειψη
οξυγόνου,
παλιά ήμουν λίγο πεθαμένη και λίγο χαζή.
Γι’ αυτό συνέχισα να περπατάω εκείνον
το δυσάρεστο δρόμο που όμως προοδευτικά
με
ζωντάνευε. Κι αυτό
ήταν αρκετό για να συνεχίσω. Όσο
τον διένυα, τόσο το οξυγόνο διένυε
κι
αυτό
την ύπαρξή μου, περνούσε στα βλέφαρα,
τα άνοιγε, διέστελλε
τις
κόρες των ματιών μου και έβλεπα, έβλεπα
πιο καθαρά. Καταλάβαινα πως υπάρχει συνέχεια. Σπάνια
ένας δρόμος καταλήγει σε αδιέξοδο.
Η
συνέχει είναι ανοιχτού
χρώματος με εναλλαγές σε όλες τις
αποχρώσεις της βιβεχρώμ.
Αδιέξοδο
δε συνάντησα. Από τότε αγαπάω τους
δρόμους. Τους μικρούς, τους μεγάλους,
τους χωματόδρομους και τις λεωφόρους.
Ακόμη και τις τακτοποιημένες οδούς που
μου χαρίζουν την ασφάλεια του πλαισίου
με ονοματεπώνυμο και ιστορία. Μπορεί
να μην έχουν τη γοητεία της μεγάλης
λεωφόρου ή του αγροτικού καταπράσινου
δρόμου, πάντως είναι σημαντικές για
δικούς τους λόγους που
οι περισσότεροι αποδεχόμαστε.
Τέλος
πάντων, επειδή παλιά πάθαινα ασφυξία,
τώρα αγαπώ
πολύ
όλους τους δρόμους. Με ενδιαφέρει δηλαδή
περισσότερο
από καθετί, να
υπάρχουν δρόμοι. Ανεξαρτήτως φυσιολογίας,
πλάτους και μήκους, το
θέμα είναι
να υπάρχουν δρόμοι.
Αυτό.
Α!
Και άνθρωποι που τους ανοίγουν.