Είναι
η μυρωδιά, είναι τα χρώματα, οι ράχες
των βιβλίων, το μερεμέτι στον τοίχο που
τελικά δε θα επισκευαστεί ποτέ και το
καινούργιο μαξιλάρι στην πολυθρόνα.
Είναι η εκπνοή της κάθε μέρας, η
ματιά προς τον κόσμο,
η
καλαισθησία, η
κακογουστιά,
το κιτς, ακόμα και το συναίσθημα.
Είναι
η αγάπη για τον εαυτό, η ανασφάλεια, το
δεν αξίζω ή το αγαπώ ότι ζω. Είναι
όλα όσα είμαι και είσαι και είμαστε, το
σπίτι.
Παλιά,
τα ελληνικά σπίτια ήταν απαίσια. Μάλλον,
παλιά τα μέσα ελληνικά σπίτια ήταν
απαίσια. Ο μόνος τρόπος να επισημανθεί
η απαισιότητά τους ήταν οι ξένες ταινίες
και σειρές. Τις έβλεπες και ένιωθες
παρακατιανός, εκτός αν ανήκες στην τάξη
εκείνη των ανθρώπων που είχαν οικιακή
βοηθό από πάντα, παράλληλα
και
κάπως ωραιότερο από τα
συνηθισμένα,
σπίτι.
Το
μέσο ελληνικό σπίτι ήταν
σκοτεινό, είχε σκουρόχρωμα έπιπλα,
ενοχλητικά μοτίβα στις ταπετσαρίες,
απαράδεκτα “αντικέ” ντεκόρ σε πόμολα,
διακόπτες, καρέκλες
και κάτι βελούδινα μουσταρδί καλύμματα
που θα θυμίζουν
για πάντα το
σαλόνι της θείας Λόλας της κουτσομπόλας.
Το μέσο ελληνικό σπίτι, έμοιαζε με
τη μέση ελληνική πόλη. Ήταν εχθρικό.
Λες
και το σπίτι δεν είναι κέλυφος, κάπως
σαν το σώμα για την ψυχή, έτσι το σπίτι
για το σώμα, για τα σώματα και για όσα
κάθε σώμα μπορεί να ζήσει στην ιδιωτικότητά
του. Να χαίρεται με το άπλετο φως, στην
Ελλάδα ζούμε, να απλώνεται άπληστα σε
καναπέδες χωρίς σκαλίσματα και να τρώει
σε τραπέζι χωρίς μελαγχολικά κεντήματα
δυο γενεών.
Κάτι
μπαμπάδες αρχιτέκτονες, κάτι μαμάδες
Ευρωπαίες, παντρεμένες με Έλληνες, και
λίγες εναλλακτικές οικογένειες που
είχαν γενική στάση και άποψη εκτός
πλαισίου, έκαναν τη διαφορά στο στυλ
του σπιτιού τους τη δεκαετία του ογδόντα και του ενενήντα.
Οι νεόπλουτοι έκαναν κι εκείνοι τη
διαφορά από το τυπικό παράδειγμα αλλά
διατηρούσαν τον ίδιο τόνο εχθρικότητας
με το ρεύμα καθώς διάλεγαν κάτι λαμέ
κουρτίνες και εκείνο
το
“σύνθετο” έπιπλο για την τηλεόραση με
τα ίδια φιμέ τζάμια που είχε και η BMW
τους.
Σκοτάδι δηλαδή.
Χθες, βρέθηκα σε ένα ένα πρώην παλιό μέσο ελληνικό σπίτι φίλων που πέρασε στη νέα εποχή μαζί με τους ιδιοκτήτες του. Όταν το επισκεπτόμουν ως έφηβη και νέα, στενοχωριόμουν κάθε φορά κι ας μην συνέβαινε εκεί στενόχωρο.
Κοιτώντας γύρω μου με σχεδόν αδιάκριτη περιέργεια, όση ώρα έμεινα στους φίλους μου, σκεφτόμουν ότι το
μέσο ελληνικό σπίτι, θα μπορούσε να
αποτελέσει αντικείμενο κοινωνιολογικής
έρευνας.
Σκεφτόμουν ότι ίσως
τελικά αντικατόπτριζε την
κατοχή και την
πείνα, τον κόπο της κεντήστρας γιαγιάς
και τις ενοχές για ό, τι ξέφευγε
από τις
μνήμες,
ότι ίσως έδειχνε
φόβο προς το φως κι ας ζούμε στην Ελλάδα.
Ίσως
πάλι αντικατόπτριζε τους αιώνες που
μεσολάβησαν από την κλασσική αρχαιότητα
ως το Millenium,
αιώνες
ταραγμένους, σκοτεινούς και μπερδεμένους.
Δεν εξηγείται αλλιώς πώς η αρμονία, το
φως και η κομψότητα της αρχαίας Ελλάδας
μετεξελίχθηκαν
σε τόση αισθητική
μιζέρια στη νεότερη Ελλάδα.
Χθες,
μέσα
στο σπίτι των φίλων μου, είδα τη χαρά.
Φωτιζόταν ελεύθερα από το ανεμπόδιστο πια,
ελληνικό φως. Χαρά!
Το
σπίτι μας είναι το μέρος που είμαστε περισσότερο από πουθενά ο εαυτός μας. Είναι... εμείς. Το αγαπημένο σπίτι, το φροντισμένο σπίτι είναι πολιτισμός και
είναι και αγάπη. Και φέρνει και αγάπη.