Φτάνοντας
στο αεροδρόμιο, είδαμε ότι έχουμε αρκετό
χρόνο και καθίσαμε στο καφέ.
Τη
ρώτησα “πώς σου φάνηκε η πόλη, τώρα πια
έχεις άποψη”.
“Σαν
την κωλοτρυπίδα του κόσμου” μου απάντησε.
Το
όνομα της Ζενύ, έβγαινε από το Εζενύ,
στα ελληνικά Ευγενία, και ενώ γενικά
ήταν όνομα και πράμα, μόλις είχε πει
κωλοτρυπίδα για την πόλη που γεννήθηκε
και δεν έζησε.
Ευτυχώς
το είχε
πει στα
γαλλικά. Αναθεμάτισα το Sorbonne
1, 2 και
3 που είχε κάποτε
κορνιζάρει η μαμά μου στον ροζ τοίχο
του δωματίου μου γιατί πραγματικά δεν
ήθελα να είχα καταλάβει. Είχα όμως τόσο
πολύ καταλάβει που άρχισα να κλαίω το
ίδιο πολύ.
Η
Ζενύ δεν παραξενεύτηκε που εγώ έκλαιγα,
αλλά με κοιτούσε με συμπόνοια. “Εγώ σου
είχα πει, αλλά τώρα τι νόημα έχει;” είπε
σιγανά.
Μετά
από ένα χρόνο συνεχούς διαμονής και
εργασίας στην πόλη, γύριζε στη βάση της
και έπαιρνε μαζί της την εικόνα που ούτε
τα νηπιακά χρόνια, ούτε τα 48 καλοκαίρια
που είχε περάσει εδώ, είχαν καταφέρει να
της σχηματίσουν για την πατρίδα της.
Πατρίδα… ουσιαστικό, γένους θηλυκού,
άστο για άλλη φορά όμως.
Δεν
απάντησα στο άχρηστο “εγώ στο είχα πει”
και συνέχισα να κλαίω πιο πολύ, πιο
έντονα, πιο ματαιωμένα. Ματαιωμένα.
Συνέβαινε
τώρα μια έκρηξη αυτοακύρωσης,
αυτολύπησης και αυτισμού που ήταν
αδύνατο να ελέγξω και ας αισθανόμουν
ότι με κοίταζαν οι άνθρωποι τριγύρω και
ότι μερικοί με γνώριζαν κιόλας.
“Ξέρεις
πόσα χρόνια παλεύω να βγω από την τρύπα
που λες; Ξέρεις; Μπορείς να φανταστείς
πόσο κουραστικό είναι να κολυμπάς στα
σκατά για να βγεις από το σκοτάδι που
αποτελούν όλοι γύρω σου, όλα γύρω σου
και να μη φτάνεις; Να μη φτάνεις ποτέ;
Μην πεις όλοι μπορούν αν θέλουν. Μην
πεις τίποτα για όλους και για όλα και
μην πεις για δύναμη και για αδυναμία
και όλα αυτά που λένε τα αμερικάνικα
βιβλία αυτοβοήθειας και τα σεμινάρια
εμψύχωσης προσωπικού που σας κάνουν
στην
εταιρία
σου.
Παραδέξου
μόνο ότι ναι, είναι δύσκολο να κολυμπάς
στα σκατά. Πες ότι άλλοι είμαστε και
άλλοι δεν είμαστε κυβερνήτες ή έστω
διαχειριστές. Πες ότι η τύχη παίζει
ρόλο. Πες ότι άλλο το σπίτι μου και άλλο
το δικό σου. Πες ότι όταν η μάνα μου
κρέμαγε τα διπλώματά μου στον ροζ τοίχο
και τα έδειχνε στη θεία Λίτσα για να
ζηλεύει,
εγώ
έπρεπε να πάρω κι άλλα πτυχία για να τα
δει η θεία Λίτσα του χρόνου και να σκάσει.
Πες ότι όταν πέρασα στη Νομική ή μάλλον
όταν πέρασα την πόρτα της Νομικής νόμιζα
ότι περνούσε μια άλλη γιατί εγώ ποτέ δε
θα είχα σημειώσει στο βιογραφικό μου
τη Νομική. Και ακόμη πες ότι όταν
ανακαίνισαν
το
άδειο γραφείο δίπλα από του μπαμπά και
το επίπλωσαν και μετέφεραν και τα πτυχία
από τον ροζ τοίχο και τα κρέμασαν
συμμετρικά, εγώ αισθανόμουν στο θώρακα
ένα βάρος που σπάνια μικραίνει ακόμη
και
σήμερα. Πες ότι η κορνίζα που
τοποθέτησαν
με τη φωτογραφία του μπαμπά να αγορεύει
είχε σημαδέψει εκτός από το ξύλο του
γραφείου μου
και την ψυχή μου και ακόμα πες ότι και
το ρολόι αυτό το συγκεκριμένο που μου
αγόρασαν η μαμά και ο μπαμπάς μόλις πήρα
την άδεια εξασκήσεως, ας με βαραίνει
δεν το βγάζω, όχι δεν το βγάζω, φοβάμαι
μήπως φύγει μαζί και δέρμα, θα τσούζει
πολύ αν γίνει αυτό. Πες ότι η μόνη περίοδος
- αλλά δε θυμάμαι αν ήταν χρόνια, μήνες
ή μόνο κάποιες μέρες - που αισθάνθηκα
ότι βγήκα από την τρύπα και ότι ο θώρακάς
μου αλάφρυνε ήταν όταν ερωτεύτηκα το
δάσκαλο της ιππασίας που είχαν
βρει καλή ιδέα να μάθω.
Όταν έγιναν όσα έγιναν μαζί
του
στο κτήμα, κλώτσαγε
η καρδιά μου το βάρος από
πάνω της
και
το έστελνε πέρα από τα τελευταία
κυπαρίσσια.
Κάλπαζε
πιο γρήγορα από το άλογό μου και από το
δικό του, διακόσιους δέκα ίππους η
καρδιά, όσους το πάντα
γυαλισμένο
αμάξι του μπαμπά. Αλλά μετά αυτό έπρεπε
να σταματήσει. Έπρεπε
να επικρατήσει η λογική που είχε ακριβώς το ίδιο χρώμα με τα έπιπλα του γραφείου.
Τόσο σκληρή και τόσο σκούρα, τόσο άκαμπτη
και τόσο ανθεκτική η λογική, σαν τα
μαονένια έπιπλα του τέλεια στημένου
οικογενειακού μας γραφείου. Τόσο
ίδια με
το γαμπριάτικο κουστούμι του ευγενέστατου
Γιάννη που μαζί θα αποτελούσαμε το
τέλειο ζευγάρι νέων επιστημόνων με
ταιριαστά τα όλα, και μη ρωτάς ποια όλα.
Πες λοιπόν ότι
ο εγκλωβισμός καμιά φορά, τι καμιά φορά,
πολλές
φορές,
δεν έχει σίδερα ούτε αρμαθιές κλειδιά,
έχει απλά μια λογική στην σύνθεση και
την αντοχή του μαονιού. Και θες να ξέρεις
και κάτι άλλο; Ότι κάθε καλοκαίρι που
εσύ ερχόσουν
στην πόλη, κάθε καλοκαίρι εγώ συγκρουόμουν
με τη λογική τους γιατί η φίλη μου η
Γαλλίδα, η χίπισσα, η αλήτισσα δεν είναι
για πολλά - πολλά και δεν είναι για να
βγαίνουμε και στην πλατεία. Και κάθε,
μα κάθε καλοκαίρι εγώ, ας είχαμε χαθεί
για όλο το χειμώνα, ας μην είχαμε
τηλεφωνηθεί, ας έβλεπα ότι όλο και
μεγάλωνε το χάσμα
ανάμεσά μας, ας το ένιωθα κάθε χρόνο και
πιο έντονα, επέμενα. Επέμενα να σε
συναντώ, να σε έχω φίλη, να ανασαίνω από
τον αέρα σου, να
ρουφάω
πώς περίπου
είναι
η κανονική ζωή, η ζωή έξω από την
κωλοτρυπίδα που τώρα ξέρεις καλά και
που για όλους αυτούς τους φύλακες της
μαονένιας λογικής, μοιάζει με τον ομφαλό
της γης. Πόση λίγη ανατομία ξέρουν
λοιπόν! Και καλό ταξίδι λοιπόν! Πρέπει
να πας στην έξοδό σου και εγώ να ξαναμπώ
… εκεί μέσα, γεια”.
Ο
Γιάννης
με ενημέρωσε ότι είχε τακτοποιήσει την
κράτηση για απόψε στο εστιατόριο. Τον
κράτησα αγκαζέ και χωθήκαμε στο βάθος.