Κράτησες με την παλάμη σου το πρόσωπό μου. Με
κοίταξες προσεκτικά, χάιδεψες με τον
αντίχειρά σου το μάγουλό μου, και μετά από ενός λεπτού, ή κάτι τέτοιο, σιγή, είπες
σοβαρά: Μεγάλωσες κι εσύ.
Τρόμαξα καθώς σκέφτηκα ότι εννοούσες πως ωρίμασα, πως
έμαθα πια να χαμογελάω ψεύτικα, ξέρω τώρα να μοιράζω κομπλιμέντα σε αδιάφορους
ανθρώπους, να μη θυμώνω με τους ψεύτες, με τους κλέφτες.
Πως πιθανόν μιλούσες για την επιθυμία της ενήλικης
ζωής για ευταξία και comme
il
faut
ζωούλα,
κι ας βράζουν τα σώψυχα της γης από θυμό για την αδικία που οι αιώνες φορτώνουν
πάνω της.
Πως θα πίστευες ότι έμαθα κι εγώ, καθώς
συνηθίζεται, να μετράω τους ανθρώπους με τη μέθοδο του ισολογισμού –τι θα δώσω,
τι θα πάρω, ποια η σούμα, κι έτσι θα έχω κάποια στιγμή ένα κάποιο κέρδος.
Φαντάστηκα τέλος, το πιο πιθανό ήταν να εννοούσες
πως έχω μάθει να συμβιβάζομαι βάσει της πλέον ωφέλιμης, κάθε φορά, επιλογής. Ότι
συνετίστηκα, δε θυμώνω, δεν γίνομαι πια δυσάρεστη, αντιθέτως είμαι συνήθως οκ
με όλα, γιατί βαρέθηκα τη χασούρα.
Αγάπη μου, ευτυχώς εννοούσες τις ρυτίδες μου και
όσα η βαρύτητα χαρίζει με τις δεκαετίες.
Σου χάρισα λοιπόν, γέλια και φιλιά.
Χορέψαμε αγκαλιά γύρω από το τραπέζι της κουζίνας.
Τραγουδήσαμε και ένα ιταλικό της αγάπης και κάποτε αποκοιμήθηκα στον ώμο σου.
Κι όταν ξημέρωσε, σηκώθηκες να φτιάξεις καφέ. Με
βρήκες να απλώνω επιμελώς μια αντιρυτιδική κρέμα στο πρόσωπο με κυκλικές
κινήσεις, ελαφρά χτυπηματάκια και φορά προς τα πάνω, την αντίθετη της βαρύτητας.
Σου χαμογέλασα μέσα από τον καθρέφτη, Σε ευχαριστώ,
είπα, το μεγάλωμα αυτό το αγαπώ. Το άλλο να μη μας βρει, ποτέ.
Αγάπη μου, ποτέ.