Σήμερα, μόλις ξύπνησα σε άκουσα να λες ‘να γράψω για
το Πολυτεχνείο’.
Μετά, έβαλα Λοΐζο.
Και Θεοδωράκη. Και μετά έκανα σιγόντο στη Φαραντούρη παρά τη φάλτσα μου φωνή, ‘το πάθος έχει σημασία’, μονίμως
δικαιολογούμαι, αλλά και δεν παραπονιέμαι όταν τα παιδιά κλείνουν την πόρτα μου
για να μην ακούνε.
Μετά,
γλυκαθήκαμε από την Κυριακή. Βόλτες, μαγειρικές, ξάπλες και μια ανησυχία,
καθόλου ενοχλητική, αλλά ανησυχία.
Μετά, όπως χάζευα
στο διαδίκτυο, πέρασε από μπροστά μου το παρακάτω απόφθεγμα, ελληνιστί… quote:
Στάθηκα.
Σκεφτόμουν
μια το quote και μια
το Πολυτεχνείο.
Γυρνούσα για
ώρα γύρω από δυο σκέψεις που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση αλλά ουσιαστικά, έχουν μεγάλη.
Γιατί, το quote αυτό όπως και πάμπολλα παρόμοια είναι
τα επικοινωνιακά παπλώματα της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής υπνηλίας που
διακρίνει τους καιρούς μας. Που τα διαβάζουμε και χωνόμαστε μέσα τους ανακουφισμένοι,
νιώθουμε καλά και καλοί και αποκοιμιόμαστε στην επίπλαστη χαρά της φιμωμένης μας
μιζέριας.
Αν κανείς
διαβάσει λίγο πιο μέσα από το ψευτο-θετικό του μήνυμα, βλέπει λέξεις που καθρεφτίζουν τη βολή και όχι
τη βουλή, την ησυχία και όχι την ανησυχία, την υποκρισία και όχι την ελευθερία,
παροτρύνοντάς μας να μιλάμε μόνον όταν αυτό που θα πούμε είναι ‘εμπνευστικό’ λες και ποστάρουμε το μακιγιάζ μας στο Instagram, ‘βοηθητικό’ λες και είμαστε αδελφές
νοσοκόμες, ‘απαραίτητο’ σαν να πρέπει να πρέπει ή να συμφέρει για να μιλήσουμε
και ‘ευγενικό’ δηλαδή υποκριτικό, εφόσον κάτι μας θυμώνει. Άφησα τελευταίο το ‘αληθινό’
γιατί είναι μια λέξη που χωρά πολύ μεγάλη συζήτηση για το τι είναι αληθινό και
για ποιον, όταν κανείς γράφει ή μιλά με τη δική του ματιά.
Με στόχο μια
φιλοσοφική προσέγγιση, που δεν ξεπερνάει τα όρια του αγαπημένου των Αμερικανών,
αντικαταθλιπτικού χαπιού, Prozac, τα quotes της εποχής μας κατασκευάζονται και
αξιοποιούνται ως πνευματικά υλικά μιας δήθεν θετικής στάσης ζωής -που όμως μέσα της φωλιάζει μεγάλη δυστυχία.
Μιας στάσης που απομακρύνεται από την αντίσταση, από τη φωνή της διαμαρτυρίας
και της ελευθερίας. Μιας χαζοχαρούμενης στάσης που φυσικά δεν τολμά να εκφράσει
άποψη, όποια και αν είναι αυτή.
Μετά, στο
τραπέζι μιλούσαμε και διαφωνήσαμε πολύ έντονα για ένα θέμα της τοπικής
επικαιρότητας. Τα παιδιά πήραν καθένα διαφορετική θέση. Μιλούσαν ζωηρά, έλεγαν
τη γνώμη του δυνατά, κόντεψαν να αρπαχτούν.
Μετά,
κοιταχτήκαμε με σιγουριά.
Μετά, είπα
στοπ. Ας μιλήσουμε λιγάκι για σήμερα.
Σου ζήτησα
να μιλήσεις για το Πολυτεχνείο, εσύ που ξέρεις πιο πολλά.
Απάντησες
ότι θέλεις τα παιδιά να ακούσουν εμένα να μιλάω για το Πολυτεχνείο.
Ξανακοιταχτήκαμε
με σιγουριά.
Μίλα, μου
είπες, ελεύθερα αυθόρμητα πες ό, τι σκέφτεσαι.
Είπα μια
λέξη μοναχά: Ελευθερία!
*ο τίτλος πρόκειται για παραποίηση του "Πλάτωνας όχι Prozac", του Λου Μαρίνοφ