Και οι θρησκείες
ακόμα, όλες τους, φρόντισαν να έχουν μια Κυριακή – κι ας ονομάζεται Σάββατο, η σημασία
του είναι Κυριακή.
Είναι τα πρωινά της που
από τα σεντόνια αχνίζουν όνειρα, σώματα και κάτι φόβοι μυστικοί που δεν τολμούν
να γίνουν φράσεις.
Είναι το άρωμα του
Σαββατόβραδου στο μαξιλάρι.
Είναι η μυρωδιά του
καφέ σαν προκλητικό σώμα χορεύτριας στον αέρα, που φωνάζει ‘σήκω’.
Είναι οι τεμπέλικες
ειδήσεις και εκπομπές -μονάχα για κάτι πολύ σοβαρό ανεβαίνει το volume του
παρουσιαστή.
Είναι οι εθνικές
εκλογές και οι κυριακάτικες εφημερίδες.
Είναι οι βόλτες στη
λιακάδα και οι σπιτικές μαζώξεις στη βροχή.
Είναι η τελευταία
σελίδα του βιβλίου και το φρέσκο μιλφέιγ από το συνοικιακό ζαχαροπλαστείο.
Κι ακόμη…
είναι που τονίζουν με
μια αγενή οξεία όσα ξεχνιούνται τις υπόλοιπες μέρες, τις ντυμένες με τους βιαστικούς μανδύες
της καθημερινότητας.
Είναι που κάνουν τους
μόνους, πιο μόνους και τους ερωτευμένους, πιο ερωτευμένους. Τις νοικοκυρές, πιο
νοικοκυρές και τους πρόσφυγες, πιο πρόσφυγες. Στο τελευταίο μάλλον κάνω λάθος,
οι πρόσφυγες δεν έχουν Κυριακές και Δευτέρες.
Είναι που επισημαίνουν
εμφατικά τη φτώχεια της τσέπης και τη φτώχεια των σχέσεων που βρίσκονται ‘σε
λειτουργία πτήσης’.
Είναι που επισημαίνουν
την αγωνία άλλης μιας Δευτέρας και το πόσο καλές θα μπορούσαν να είναι όλες οι
εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης.
Είναι ξεχωριστές οι
Κυριακές.
Έχουν όλες τους κάτι
από την πρώτη μας Κυριακή. Τότε που νόμισα ότι απλώς ήθελα κάπου να ακουμπήσω
τη μελαγχολία μου, γιατί αυτό που παρέλειψα να πω πρώτο από όλα, είναι ότι οι
Κυριακές κουβαλούν στο μεδούλι τους μια εγγενή μελαγχολία. Ένα συναίσθημα που
αν είχε ήχο θα έμοιαζε με τις πένθιμες καμπάνες ενός ξωκλησιού.
Κι όπως έγειρα το
κεφάλι, ακουμπώντας το στα χέρια σου που έμοιαζαν με μαξιλάρια και με σύννεφα
μαζί, διαπίστωσα –άλλη μια κυριακάτικη διαπίστωση κι αυτή- ότι εκεί που
ακούμπησα βρισκόταν ο κόσμος όλος κι ο βασιλιάς ήσουν εσύ. Ο μόνος βασιλιάς που
θα μπορούσα να αγαπήσω, μισώ τα κληρονομικά αξιώματα.
Μπορείς να συνεχίσεις
να βάζεις Brahms
στο
παλιό πικάπ. Εγώ θα βάζω Αλεξίου στο YouTube για να την ακούω να
σου λέει
Όλες
του κόσμου οι Κυριακές, λάμπουν στο πρόσωπό σου,
Τι
χρώματα, τι μουσικές μες στο χαμόγελό σου.
Μπορούμε να
μπερδευόμαστε τα κυριακάτικα πρωινά στην κουζίνα και να διαφωνούμε δυνατά τις
Κυριακές των εκλογών. Μπορώ να αλλάζω δωμάτιο όταν αρχίζουν οι ποδοσφαιρικοί
αγώνες και να απορείς με την αδιαφορία μου για τον βασιλιά των σπορ. Μπορούμε
να θέλουμε εκδρομή άλλος βουνό, άλλος θάλασσα ή μάλλον εγώ βουνό και θάλασσα κι
εσύ την πολυθρόνα σου. Πολλά μπορούμε. Αλλά σε παρακαλώ, δεν μπορούμε τις
Κυριακές να είμαστε χώρια.
Αυτή η αγενής οξεία
που τονίζει όσα ξεχνώ τις υπόλοιπες μέρες είναι που κάνει την εγγενή μελαγχολία
της μεγάλης αυτής μέρας αφόρητη. Τόσο αφόρητη, που δεν σου επιτρέπω να λείπεις.