Πίστευα πως οι
δεκαετίες ξεκινούν με το 01, το 11, το 21 και τελειώνουν με το ολόκληρο ’00, ’10,
’20. Επομένως , εάν δεν κάνω λάθος, μας απομένουν 11 μήνες και αρκετές ημέρες
για να τελειώσει πραγματικά η δεκαετία.
Κοιτώντας πίσω, λέω
πως καμιά φορά ένας χρόνος μετράει για δέκα και δέκα χρόνια για εκατό. Όχι υπό
την έννοια ενός βάρους που δε λέει να τελειώσει αλλά με τη σκέψη του πόσο μα
πόσο πολύτιμος μπορεί να είναι ο χρόνος ακόμα και ο λίγος, όταν είναι μασίφ, γεμάτος αλλαγές,
ανατροπές, συναντήσεις. Κυρίως όταν είναι γεμάτος με αίμα ζεστό που κυλάει σε «κείνη
τη φλέβα που χτυπούσε όλη νύχτα στο λαιμό».
Στο χάραμά της η
δεκαετία, στη δική μου ζωή, έδειξε το σκληρό της πρόσωπο… Μπούρδες, και τρίχες
κατσαρές μαζί. Μια χαρά το ήξερα το πρόσωπο και το προσωπείο και τις μάσκες
απλώς δεν μπορούσα να τα αντέξω και έπαιζα τυφλόμυγα με μένα την ίδια. Χρειαζόταν
ένα σοκ για να πέσει το μαντίλι –που προφανώς είχε ήδη χαλαρώσει ο κόμπος του-
από τα μάτια μου, για να δω όσα ήδη ήξερα.
Και να δω ακόμα πιο
πολλά με μάτια πια καθαρά, ολοκάθαρα γιατί μια φορά να ξεστραβωθείς,
ξεστραβώνεσαι για πάντα. Μια φορά να βρεθείς στη θέση που δε θέλεις, συναισθάνεσαι
για πάντα τη θέση των άλλων που δυσκολεύονται. Μια φορά να καταλάβεις,
καταλαβαίνεις για πάντα.
Εγώ που δραματοποιούσα
ό, τι συνέβαινε στην ζωούλα μου, τώρα για πρώτη φορά, ακριβώς επειδή έβλεπα,
καταλάβαινα πως δεν είχα το δικαίωμα. Γιατί, τώρα οικογένειες κοιμούνταν σε χαρτόκουτα στην Αθήνα. Μανάδες άφηναν τα
παιδιά τους σε ιδρύματα για να μη πεθάνουν της πείνας. Νέοι εγκατέλειπαν την Ελλάδα
απλώς για να δουλέψουν. Μεσόκοποι
αυτοκτονούσαν. Άρρωστοι πέθαιναν. Τα μαγαζιά στην, ευημερούσα από τον
τουρισμό, πόλη μου έκλειναν ένα- ένα. Επιτυχόντες στα πανεπιστήμια αδυνατούσαν
να πάνε να σπουδάσουν. Γέροι έκλαιγαν στους δρόμους.
Μια σκηνή, μια σκηνή αληθινή
από το τότε, χαράχτηκε ανεξίτηλα μέσα μου για πάντα: Μάνα, πατέρας και παιδί
στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Με κάτι ελάχιστο στο χέρι που το πλήρωσαν με
κέρματα. Βγαίνω με τα ψώνια μου, εκείνοι είχαν πρωτοβγεί. Στο πάρκιγκ είδαν μια
σακούλα πεταμένη στην άσφαλτο. Πλησίασαν, κοίταξαν αν άξιζε να τη σηκώσουν.
Ήταν πατημένα φρούτα. Γύρισαν να φύγουν. Κι εγώ, εγώ ακόμα κλαίω που δεν τους έδωσα
όλα μου τα ψώνια γιατί… δεν ξέρω γιατί, νομίζω ντράπηκα… Μάνα, πατέρας και
παιδί, το καρέ της δεκαετίας.
Όλα εκτυλίσσονταν σαν ατέλειωτο
φιλμ Kodak
που
συνέχιζε και συνέχιζε να απλώνεται μπροστά στα μάτια μου και, στα μισά του
δρόμου ακριβώς, το 2015, έγινε ταινία θρίλερ και μαζί άγρια συνειδητοποίηση. Η
χώρα μου δεν ήταν απλά απογυμνωμένη αλλά και έτοιμη για εξοστρακισμό από την Ευρωπαϊκή
Ένωση, όχι εκείνη που οραματίστηκαν οι πρωτεργάτες της, του πολιτισμού, της ειρήνης
και της κοινής αγοράς αλλά από τη μετάλλαξή της: την Ευρωπαϊκή Ένωση των αγορών
– χαώδης η διαφορά ενικού και πληθυντικού, βλέπετε, άλλο αγορά, άλλο αγορές.
«Δεν είναι εύκολες οι θύρες
όταν η χρεία τες κρουταλεί»
Δ. Σολωμός
Τη δεκαετία που φέτος τελειώνει,
πόνεσα βαθιά για τη χώρα μου, για τους ανθρώπους της, για τα λάθη, για την
αδικία, για το ψέμα, για όσα έβλεπα, για όσα συνέβαιναν. Ώρες- ώρες νόμιζα πως
ζωντάνευαν μπροστά μου σκηνές από τα μυθιστορήματα των μεγάλων κλασικών που
κέντησαν με αριστοτεχνικό ρεαλισμό την ανθρώπινη φύση και την αιώνια πάλη του
δυνατού με τον αδύναμο.
Μέσα από το βαθύ
συναίσθημα της ενσυναίσθησης, νιώθω πως έζησα τα δέκα σχεδόν χρόνια σε μορφή συμπαγή,
καμιά φορά αβάσταχτα βαριά.
Και παράλληλα, αγάπησα
τόσο, μα τόσο, τους δικούς μου, ολοδικούς μου. Αυτούς που με συντρόφεψαν και
συνεχίζουν να με κρατάνε αγκαλιά στους
κραδασμούς.
Κι ακόμη αγάπησα όσους κι άλλους τόσους οι δυσκολίες ταλαιπώρησαν,
και τους ένιωσα και τώρα ξέρω πώς είναι πολλά που δεν ήξερα.
Αισθάνομαι λίγο πιο
σοφή αλλά ευτυχώς αρκετά αθώα ακόμα, κάπως σαν την Ελλάδα. Ποτέ αρκετά δυνατή
για μεγάλα χτυπήματα. Κι έτσι θέλω να μείνω για να μπορώ να αισθάνομαι και να αγαπώ πολύ.