Φοβάμαι ότι θα πεθαίνω
από ασφυξία σε μια μονάδα εντατικής θεραπείας ενώ εσύ θα είσαι στο σπίτι.
Φοβάμαι ότι δεν θα
προλάβω να ξεκαθαρίσω το συρτάρι με τα γαλάζια σου γράμματα, πριν τα βρουν
άλλοι άνθρωποι, που δεν θα καταλάβουν.
Φοβάμαι ότι δε θα
προλάβω να πω όσα θέλω να πω και αυτά δεν είναι μόνον σ’ αγαπώ και συγγνώμη.
Φοβάμαι ότι δε θα
φοβάμαι πια τίποτα αν χάσω εσένα.
Κι όλα αυτά, ημέρα
Δευτέρα. Αν είναι δυνατόν. Δευτέρα, με πιτζάμες και τηλεόραση ανοιχτή. Δευτέρα
γεμάτη ανταποκρίσεις από γεμάτους μανία ρεπόρτερς και παρουσιαστές που προσπαθούν
να με πείσουν ότι όσα φοβάμαι δεν είναι αρκετά, ότι πρέπει να φοβάμαι κι άλλο. Ένας
νομίζω πως μου έλεγε ότι θα βάλουν το μελανιασμένο από την έλλειψη οξυγόνου σώμα
μου σε μια σακούλα γιατί θα έχουν τελειώσει τα φέρετρα και θα το χώσουν σε έναν
ομαδικό τάφο με αρκετούς ομοιοπαθείς. Και ότι θα ξεχάσουν να γράψουν πάνω το
όνομά μου. Λες και αλήθεια με απασχολεί εμένα αν θα γράψουν πάνω στον τάφο μου
το όνομά μου, αν θα έχω καν τάφο. Δε θέλω τάφο, ποτέ δεν ήθελα.
Πιάνω το τηλεκοντρόλ. Πατάω
το κουμπί. Τους βουλώνω το στόμα. Κοιτάω την πιτζάμα μου, το χαλί, τα έπιπλα. Παρατηρώ
τα αντικείμενα στο σαλόνι, κοιτάω τους τοίχους. Τα πράγματα στο ψυγείο, τα
βιβλία στο κομοδίνο κι εκείνο το στρώμα της γυμναστικής στη γωνία πίσω από την
πόρτα. Κοιτάω τις πέρλες που μου χάρισες τα Χριστούγεννα. Θα βάψω τους τοίχους,
θα μαγειρεύω, θα διαβάζω και θα γυμνάζομαι περιμένοντας ο ιός να μην υπάρχει
πουθενά στη χώρα. Και θα φοράω τις πέρλες σου, κατάσαρκα, να παίρνουν τη
θερμοκρασία μου σαν να ήσουν εσύ και να σε ζεσταίνω.
Οι δρόμοι όλης της χώρας
είναι άδειοι, όλοι είναι στα σπίτια με τους δικούς τους, κι εσύ το ίδιο. Με τους
δικούς σου.
Όλοι γράφουν στους λογαριασμούς
τους στο διαδίκτυο #ΜένουμεΣπίτι.
Εγώ #ΜένωΣπίτιΜόνη.
Βλέπεις λοιπόν γιατί φοβάμαι;