Αποκοιμήθηκα με 4032
νεκρούς Ιταλούς και 13 Έλληνες που ίσως πρόλαβαν να χαιρετήσουν τους δικούς τους
από το κινητό. Με έναν Τούρκο ηγέτη που εμπόδιζε το τελωνείο της χώρας του να
αφήσει να περάσουν προς την Ευρώπη 200,000 μάσκες τουρκικού εργοστασίου,
αγορασμένες από την ιταλική κυβέρνηση. Με προσωπικά μηνύματα στο Facebook μου,
που προσκαλούσαν με θράσος την 25η
Μαρτίου να υψώσουμε ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια, χωρίς οι αποστολείς να
έχουν σκεφτεί ότι τέτοιες ώρες οι σημαίες είναι μεσίστιες. Με άλλα,
χιουμοριστικά μηνύματα, βγαλμένα από την αειθαλή ελληνική ιδιοσυγκρασία.
Αποκοιμήθηκα με μετρημένες 6 μάσκες στο συρτάρι, τη μία ήδη χρησιμοποιημένη και
με μετρημένα χρήματα στο πορτοφόλι μου. Με το μυαλό μου στον Παύλο, γιατρό στην
πρώτη γραμμή ενός μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας και στη Λίνα και την μικρή της
κόρη που έχει συγγενή καρδιοπάθεια, περιορισμένες
σε ένα μόνο δωμάτιο και ένα μπάνιο για όσο.
Ένα τραγούδι έπαιζε
την ώρα που βυθιζόμουν σε αυτόν τον υπνο-ξύπνιο της παράλυσης, που δεν μπορούσα
ούτε τα χέρια μου να κουνήσω για να το σβήσω.
Έφευγα και έφευγα.
Έφτασα στα μέσα του Ιούνη. Είχε ζέστη πολλή,
μου ερχόταν να βγάλω τα πέδιλα και να περπατήσω στα πεντακάθαρα πεζοδρόμια της πόλης
για να δροσιστώ. Μπήκα στο αυτοκίνητο και οδήγησα προς την αγαπημένη μου
παραλία. Όλη η παραθαλάσσια ζώνη ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλαστικές, ξεχαρβαλωμένες
επιγραφές, ούτε αγριόχορτα, καλάμια και
σκουπίδια. Οι ποδηλάτες και οι περιπατητές στα διαλείμματα του μακρού
εγκλεισμού είχαν ζητήσει τον εξωραϊσμό της. Είχαν αλλάξει και τα
παγκάκια, που απέκτησαν την αξία που τους αναλογεί. Βάφτηκαν, επισκευάστηκαν
και κανείς πια δεν τα πατούσε με τα βρώμικα παπούτσια του. Τα παγκάκια είχαν επιτέλους
κερδίσει τον σεβασμό όλων, τον καιρό που τα καφέ ήταν κλειστά.
Όταν έφτασα στην
παραλία και έμεινα με το μαγιώ, κοίταξα το σώμα μου και το καμάρωσα. Η σπιτική
εντατική γυμναστική με είχε φέρει πίσω στη νιότη που είχε χρόνο ελεύθερο για να
μετράει κοιλιακούς. Από τα πιο χαρούμενα μετρήματα, η αλήθεια να λέγεται.
Βούτηξα στα γαλανά
νερά ενός τόπου που πάντα μάθαινε να ξεπλένει μέσα τους, αμαρτίες, αδικίες, στενοχώριες
και άλλα. Που όμως δε θα το έκανε ξανά γιατί είχε ενσυνείδητα κατανοήσει ότι τα
καλοκαίρια του δεν μπορούν να είναι η αλοιφή -χωρίς ημερομηνία λήξεως- κάθε
πληγής.
Τώρα, βιοτεχνίες ήταν έτοιμες να ξαναλειτουργήσουν, τα χωράφια ήδη
καλλιεργούταν συστηματικά, και τα εμπορικά καταστήματα έβαζαν μπροστά, στη βιτρίνα, τα προϊόντα των ελληνικών εταιριών. Καλλιτέχνες εξέθεταν εμπνευσμένες
δημιουργίες και συγγραφείς έγραφαν ασυναγώνιστα κινηματογραφικά σενάρια που θα
κέρδιζαν στο επόμενο διπλό Φεστιβάλ Καννών, αφού το φετινό είχε αναβληθεί. Τα
σχολεία, αχ, τα σχολεία! Ήταν πια όλα ενταγμένα στην εποχή που ακόμη και αν
ήσουν άρρωστος, μπορούσες να παρακολουθήσεις το μάθημα από το σπίτι. Αυτό ίσχυε
για όλους, μα όλους, μα όλους γιατί όταν θέλουμε, μπορούμε. Το θέμα είναι να
θέλουμε. Και τώρα φαινόταν ότι όλοι θέλαμε να είμαστε άλλοι.
Χαιρόμουν τόσο με όλα
ετούτα τα καινούργια, τα ωραία που ένας κατ’ οίκον μακρύς εγκλεισμός είχε άθελά
του δημιουργήσει σε μια κοινωνία λίγο βαριεστημένη και λίγο κακομαθημένη για
λόγους που τώρα βαριόμουν να απαρριθμήσω. Τόσο χαιρόμουν που δεν πρόσεξα
καθόλου και όπως έβγαινα από τη θάλασσα, έκοψα το πόδι μου σε έναν βράχο. Δεν
ήταν τόσο ότι πόνεσα, όσο ότι δεν σταματούσε η αιμορραγία με τίποτα. Το τύλιξα
σφιχτά θυσιάζοντας το καινούργιο μου παρεό – είχα ήδη ξεκινήσει να εργάζομαι
και να αγοράζω ωραία πράγματα- και
οδήγησα προς το νοσοκομείο. Έπρεπε να μου το ράψουν. Το πόδι, όχι το παρεό.
Μόλις μπήκα στο
κτήριο, νόμισα ότι έκανα λάθος, μάλλον θα είχα ζαλιστεί από το χτύπημα. Πεντακάθαροι
χώροι και ευγενικοί υπάλληλοι μέσα από αστραφτερά γυάλινα γκισέ, καμία αναμονή
και κανένα χαρτί ανακοίνωσης κολλημένο με χάνζαπλαστ στου τοίχους. Ακόμη κι
εκείνο το στραβό ρολόι πάνω από τη θύρα των Επειγόντων είχε ισιώσει. Η αναμονή
ήταν ελάχιστη γιατί το τμήμα ήταν στελεχωμένο με δεκάδες ιατρούς και νοσηλευτές.
Τα υλικά άφθονα, η συνεννόηση του προσωπικού άριστη, οι χώροι τακτοποιημένοι, ακαταστασία
καμία. Τίποτα δεν θύμιζε τις σκληρές ημέρες που δεν υπήρχαν γάζες και που
μανιακοί υπουργοί έκρωζαν ότι θα τα κάνουν όλα ιδιωτικά, νοσοκομεία και
σχολεία.
Σε ταινία ζούσα, και
χαμογελούσα.
Ένας ιός, ένας
επικίνδυνος ιός είχε αλλάξει όχι μόνον τη χώρα μου, αλλά τον κόσμο. Τα δημόσια συστήματα της υγείας και της παιδείας
είχαν γίνει ιερά. Κορωνίδα της λειτουργίας κάθε κράτους, κάθε δημοκρατίας που στη
δυσκολία συνειδητοποίησε ότι οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς. Οι
άνθρωποι, ευγνώμονες για αυτό, ανταπέδιδαν με το υψηλότερο επίπεδο υπηρεσιών.
Όλοι απολάμβαναν τις ευθύνες τους και ανταμείβονταν γι’ αυτό.
Η ζωή ήταν γλυκιά, ούτε τα ράμματα στο πόδι με απασχολούσαν πια. Χαμογελούσα ικανοποιημένη
και ασφαλής σε έναν κόσμο που είχε θυμηθεί ότι το κέντρο του είναι ο άνθρωπος. Η
χώρα του Σωκράτη και ο κόσμος που θεμελιώθηκε στη φιλοσοφία της, είχε έρθει στα
ίσα του.
Δεν υπήρχε φόβος, παρά
μια αίσθηση ασφάλειας, μια αγαλλίαση ότι όλα κυλούν σε μια σύμπνοια, άνθρωποι,
αγαθά, χρήματα, αξίες.
Άλλαξα πλευρό
ευτυχισμένη ακούγοντας τη μουσική που είχε ανελέητα κολλήσει στο ίδιο τραγούδι
από πριν. Το άκουγα στην αρχή από μακριά, κι όλο πλησίαζα και πλησίαζα ώσπου επέστρεψα εντελώς. Ξύπνησα στα μέσα Μαρτίου. Άκουγα καθαρά τη φωνή να τραγουδά, στωική, ώριμη
«Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ».
Ανασηκώθηκα. Οι έξι μάσκες,
το οινόπνευμα και τα βιβλία στο κομοδίνο με συνέφεραν. Τινάχτηκα από το κρεβάτι.
Άρχισα να κάνω πουσάπς. Το καλοκαίρι θα είναι όπως θέλω εγώ. Άλλαξα τραγούδι. Θα αλλάξω και τον κόσμο.
Ένα δύο τρία… οχτώ. Δεν ξέρω αν μπορώ, σημασία έχει ότι τον
ονειρεύομαι. Και ότι αυτή συγκυρία ίσως τον φέρει μπρος και στα μάτια ανθρώπων
που δεν ήξεραν να τον ονειρευτούν. Ίσως.