Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν τα παγωτά της ΕΒΓΑ και το αλάτι στο ψημένο καλαμπόκι.
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν μυρωδάτες μπουγάδες, περαστικούς που δε βιάζονται και νοικοκύρηδες που κατεβαίνουν φρεσκοσιδερωμένοι για τη απογευματινή τους βόλτα.
Μυρωδιές από κουζίνες, άνισα σκαλοπάτια και κρυμμένες γωνιές, φτιαγμένες για αλμυρά φιλιά το δειλινό.
Γατιά και σκυλιά που λιάζονται και παιδιά που παίζουν κρυφτό.
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν μέρες που η δημιουργία ήταν αυθόρμητη, και ακόμη κι άναρχη, ήταν όμορφη. Τα σπίτια φτιάχνονταν για να ζουν οι κάτοικοι, οι αυλές για να μαζεύονται και τα πεζούλια για να ξαποσταίνουν.
Ακόμα πιο παλιά, φτιάχνονταν και πηγάδια και εκκλησίες, δημιουργίες όχι αυθόρμητες αλλά οπωσδήποτε χρήσιμες.
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν ότι η καθημερινότητα ήταν συντονισμένη με τους λεπτοδείκτες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ότι προσανατολισμός κάθε πράξης ήταν η χρησιμότητα για τον άνθρωπο, για τον κάτοικο.
Πρόλαβα τις χρωματιστές γειτονιές όταν ο ήλιος ανέτειλε για να τις ξυπνά και το φεγγάρι για να τις παρηγορεί.
Όμως τις είχα ξεχάσει. Προχθές πέρασα από μια χρωματιστή γειτονιά. Η ησυχία της, μου τις θύμισε όλες. Όλες τις γειτονιές που θάμπωσαν, που έχασαν το χρώμα τους, κρυμμένες πίσω από κρεμασμένη πραμάτεια για πούλημα, πίσω από τη σκιά δίπατων λεωφορείων, πίσω από ένα σήμερα που ξέχασε το χθες, που δεν ονειρεύεται το αύριο, που στέκει μετέωρο, έκθετο, θλιβερό.Ονειρεύτηκα όλες τις γειτονιές ξανά χρωματιστές στα ζωντανά, εκτυφλωτικά τους χρώματα. Αλλά τα όνειρα εμένα δε μου βγαίνουν κι ύστερα, τι σημασία έχει τι ονειρεύομαι, αν δεν μπορώ να το κάνω με άλλους μαζί...
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν μυρωδάτες μπουγάδες, περαστικούς που δε βιάζονται και νοικοκύρηδες που κατεβαίνουν φρεσκοσιδερωμένοι για τη απογευματινή τους βόλτα.
Μυρωδιές από κουζίνες, άνισα σκαλοπάτια και κρυμμένες γωνιές, φτιαγμένες για αλμυρά φιλιά το δειλινό.
Γατιά και σκυλιά που λιάζονται και παιδιά που παίζουν κρυφτό.
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν μέρες που η δημιουργία ήταν αυθόρμητη, και ακόμη κι άναρχη, ήταν όμορφη. Τα σπίτια φτιάχνονταν για να ζουν οι κάτοικοι, οι αυλές για να μαζεύονται και τα πεζούλια για να ξαποσταίνουν.
Ακόμα πιο παλιά, φτιάχνονταν και πηγάδια και εκκλησίες, δημιουργίες όχι αυθόρμητες αλλά οπωσδήποτε χρήσιμες.
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν ότι η καθημερινότητα ήταν συντονισμένη με τους λεπτοδείκτες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ότι προσανατολισμός κάθε πράξης ήταν η χρησιμότητα για τον άνθρωπο, για τον κάτοικο.
Πρόλαβα τις χρωματιστές γειτονιές όταν ο ήλιος ανέτειλε για να τις ξυπνά και το φεγγάρι για να τις παρηγορεί.
Όμως τις είχα ξεχάσει. Προχθές πέρασα από μια χρωματιστή γειτονιά. Η ησυχία της, μου τις θύμισε όλες. Όλες τις γειτονιές που θάμπωσαν, που έχασαν το χρώμα τους, κρυμμένες πίσω από κρεμασμένη πραμάτεια για πούλημα, πίσω από τη σκιά δίπατων λεωφορείων, πίσω από ένα σήμερα που ξέχασε το χθες, που δεν ονειρεύεται το αύριο, που στέκει μετέωρο, έκθετο, θλιβερό.Ονειρεύτηκα όλες τις γειτονιές ξανά χρωματιστές στα ζωντανά, εκτυφλωτικά τους χρώματα. Αλλά τα όνειρα εμένα δε μου βγαίνουν κι ύστερα, τι σημασία έχει τι ονειρεύομαι, αν δεν μπορώ να το κάνω με άλλους μαζί...