Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι χρωματιστές γειτονιές [Αλίκη Κατσαρού]

Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν τα παγωτά της ΕΒΓΑ και το αλάτι στο ψημένο καλαμπόκι.
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν μυρωδάτες μπουγάδες, περαστικούς που δε βιάζονται και νοικοκύρηδες που κατεβαίνουν φρεσκοσιδερωμένοι για τη απογευματινή τους βόλτα.
Μυρωδιές από κουζίνες, άνισα σκαλοπάτια και κρυμμένες γωνιές, φτιαγμένες για αλμυρά φιλιά το δειλινό.
Γατιά και σκυλιά που λιάζονται και παιδιά που παίζουν κρυφτό.
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν μέρες που η δημιουργία ήταν αυθόρμητη, και ακόμη κι άναρχη, ήταν όμορφη. Τα σπίτια φτιάχνονταν για να ζουν οι κάτοικοι, οι αυλές για να μαζεύονται και τα πεζούλια για να ξαποσταίνουν.
Ακόμα πιο παλιά, φτιάχνονταν και πηγάδια και εκκλησίες, δημιουργίες όχι αυθόρμητες αλλά οπωσδήποτε χρήσιμες.
Οι χρωματιστές γειτονιές, μου θυμίζουν ότι η καθημερινότητα ήταν συντονισμένη με τους λεπτοδείκτες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ότι προσανατολισμός κάθε πράξης ήταν η χρησιμότητα για τον άνθρωπο, για τον κάτοικο.
Πρόλαβα τις χρωματιστές γειτονιές όταν ο ήλιος ανέτειλε για να τις ξυπνά και το φεγγάρι για να τις παρηγορεί.

Όμως τις είχα ξεχάσει. Προχθές πέρασα από μια χρωματιστή γειτονιά. Η ησυχία της, μου τις θύμισε όλες. Όλες τις γειτονιές που θάμπωσαν, που έχασαν το χρώμα τους, κρυμμένες πίσω από κρεμασμένη πραμάτεια για πούλημα, πίσω από τη σκιά δίπατων λεωφορείων, πίσω από ένα σήμερα που ξέχασε το χθες, που δεν ονειρεύεται το αύριο, που στέκει μετέωρο, έκθετο, θλιβερό.Ονειρεύτηκα όλες τις γειτονιές ξανά χρωματιστές στα ζωντανά, εκτυφλωτικά τους χρώματα. Αλλά τα όνειρα εμένα δε μου βγαίνουν κι ύστερα, τι σημασία έχει τι ονειρεύομαι, αν δεν μπορώ να το κάνω με άλλους μαζί...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...