Οι πατούσες μου είχαν
γεμίσει χώμα όπως ανηφόριζα το μονοπάτι. Όσο ανέβαινα τόσο ο αέρας μύριζε
ρίγανη και θυμάρι, τόσο ο ήχος της θάλασσας έσβηνε και τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν
το μυαλό μου το κουφό από τους ήχους της πόλης. Ούτε τα φίδια, ούτε τα έντομα,
ούτε καν κάτι κοφτερά πετραδάκια που μου πλήγωναν τα πόδια, απειλούσαν την
υπόσχεσή μας.
Το σπίτι φαινόταν από
μακριά. Πέτρινο, λευκό, ξέξασπρο σαν τα όνειρά μας, πριν ταγκιάσουν από τις
πολλές πλύσεις στο πλυντήριο της καθημερινότητας. Το σπίτι έμοιαζε με την υπόσχεσή μας, σκληρή και ολόλευκη.
Μόλις μπήκα το
κατώφλι, τυφλώθηκα. Τόσο ήταν το φως της μέρας, άπλετο, γενναιόδωρο, ελληνικό.
Όταν καθάρισαν τα μάτια μου, ακούμπησα τον κουβά με τους αχινούς κάτω και είδα ότι ζύμωνες. Τα χέρια σου ήταν νευρικά,
το σώμα σου όλο, δυσκολευόταν να χωρέσει στον τόπο. Η υπόσχεση όμως ήταν
υπόσχεση. Θα χωρούσαμε κι οι δυο στο χώρο και στο χρόνο μιας πρωτόγνωρης για
τους καιρούς κάθαρσης.
Φάγαμε σιωπηλοί.
Πλαγιάσαμε σε μια
παράξενη ησυχία.
Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά
όταν ρουφούσαμε τον απογευματινό καφέ κάτω από την κληματαριά. Ρώτησες
«θα τα καταφέρουμε;».
Το ερωτηματικό της
πρώτης ημέρας έγινε κατάφαση τη δεύτερη και δειλό χαμόγελο την τρίτη.
Η πέτρινη αυλή
πλημμυρισμένη από βότανα μαζί με το πράσινο σαπούνι της μπουγάδας
μοσχοβολούσε πάστρα.
Τα πιάτα γέμιζαν χρωματιστά δώρα από το περιβόλι λουσμένα σε χρυσό λάδι.
Η επιδερμίδα μας μέρα
με τη μέρα έπαιρνε το χρώμα της υγείας όπως στα παιδικά μας καλοκαίρια.
Τα χέρια σου τη μέρα
σκάρωναν καινούργια αντικείμενα και μαγειρικές.
Τη νύχτα ανακάλυπταν
καινούργιες διαδρομές στο σώμα μου. Τις παίρναμε μαζί και ανεβαίναμε ως την
Αφροδίτη. Την ξεπερνούσαμε, φτάναμε ψηλά, πιο ψηλά από τ’ αστέρια, περνούσαμε
το γαλαξία ώσπου παραδινόμασταν αποκαμωμένοι στην δροσιά της νύχτας.
Όταν οι πρώτες αχτίδες
σκαρφάλωναν από τα βουνά της Ανατολής, έλεγες βραχνά καλημέρα. Έμοιαζες με
Απόλλωνα όπως σε κοιτούσα ανάμεσα στο φως, ακουμπισμένη στο πλάι σου. Με έβλεπες
με την άκρη του ματιού σου και χαμογελούσες.
Μέρα με τη μέρα, η
υπόσχεση μετατρεπόταν σε παράδεισο. Μέσα του περιφερόμασταν με όλες μας τις αισθήσεις.
Όσο πλησίαζε το χρονικό τέλος, τόσο οι κήποι του παραδείσου, μας συνέπαιρναν,
σχεδόν μας φυλάκιζαν στην ομορφιά τους. Όσο η λαχτάρα του αποχωρισμού μας
έθλιβε, τόσο πιο βαθιά βουτούσαμε στα κρυστάλλινα νερά του Ιονίου, κι ακόμα πιο
βαθιά στις ευχαριστήσεις της ολόλευκης υπόσχεσής μας.
Την τιμήσαμε ολόκληρη.
Πιο πέρα από το τέρμα. Τη ζήσαμε ως και τη στιγμή που γύρισα το βαρύ κλειδί
στην ξύλινη πόρτα για να περπατήσουμε το δρόμο του γυρισμού.
Τα κλειδιά του αυτοκινήτου,
τα κινητά μας τηλέφωνα, τις τραπεζικές μας κάρτες, όλα τα παραλάβαμε από τον
ιδιοκτήτη του λευκού, πέτρινου σπιτιού.
Έβαλα πρώτη και σε
κοίταξα.
- Θα μπορούσες; ρώτησες.
Σε φαντάστηκα στο γραφείο
σου να στέλνεις μέηλ, με είδα φορτωμένη στο σούπερ μάρκετ. Είδα τα παιδιά στα σχολεία τους και την παρέα μας στο αγαπημένο μας στέκι.
- Δε θα μπορούσα,
απάντησα, αλλά θα ήθελα.
- Υπόσχεσαι; με ρώτησες.
Υποσχέθηκα.
Χρόνια τώρα, η λευκή μας υπόσχεση ορίζει τα καλοκαίρια μας. Άλλη φορά για πέντε, άλλη για 25 ημέρες.
Για όσο μας επιτρέπει η δήθεν κανονική ζωή μας να επιστρέφουμε στο χώρο και το
χρόνο όπου το ξύπνημα, το κολύμπι, το φαγητό, ο έρωτας έχουν τον παλμό των εξήντα
κτύπων της αληθινής ζωής. Αυτής που η πλάση χάρισε στον άνθρωπο κι εκείνος τη μετάλλαξε σε μια ξέφρενη ρόδα λούνα παρκ που παρά την ταχύτητά της, παραμένει στάσιμη.
Χρόνια τώρα, τα καλοκαίρια πιάνουμε το σφυγμό της πραγματικά κανονικής ζωής. Της ζωής
μας.