Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η λευκή μας υπόσχεση [Αλίκη Κατσαρού]


Οι πατούσες μου είχαν γεμίσει χώμα όπως ανηφόριζα το μονοπάτι. Όσο ανέβαινα τόσο ο αέρας μύριζε ρίγανη και θυμάρι, τόσο ο ήχος της θάλασσας έσβηνε και τα τζιτζίκια ξεκούφαιναν το μυαλό μου το κουφό από τους ήχους της πόλης. Ούτε τα φίδια, ούτε τα έντομα, ούτε καν κάτι κοφτερά πετραδάκια που μου πλήγωναν τα πόδια, απειλούσαν την υπόσχεσή μας.

Το σπίτι φαινόταν από μακριά. Πέτρινο, λευκό, ξέξασπρο σαν τα όνειρά μας, πριν ταγκιάσουν από τις πολλές πλύσεις στο πλυντήριο της καθημερινότητας. Το σπίτι έμοιαζε με την υπόσχεσή μας, σκληρή και ολόλευκη.

Μόλις μπήκα το κατώφλι, τυφλώθηκα. Τόσο ήταν το φως της μέρας, άπλετο, γενναιόδωρο, ελληνικό. Όταν καθάρισαν τα μάτια μου, ακούμπησα τον κουβά με τους αχινούς κάτω και είδα ότι ζύμωνες. Τα χέρια σου ήταν νευρικά, το σώμα σου όλο, δυσκολευόταν να χωρέσει στον τόπο. Η υπόσχεση όμως ήταν υπόσχεση. Θα χωρούσαμε κι οι δυο στο χώρο και στο χρόνο μιας πρωτόγνωρης για τους καιρούς κάθαρσης.

Φάγαμε σιωπηλοί.
Πλαγιάσαμε σε μια παράξενη ησυχία.
Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά όταν ρουφούσαμε τον απογευματινό καφέ κάτω από την κληματαριά. Ρώτησες «θα τα καταφέρουμε;».
Το ερωτηματικό της πρώτης ημέρας έγινε κατάφαση τη δεύτερη και δειλό χαμόγελο την τρίτη.


Η πέτρινη αυλή πλημμυρισμένη από βότανα μαζί με το πράσινο σαπούνι της μπουγάδας μοσχοβολούσε πάστρα.
Τα πιάτα γέμιζαν χρωματιστά δώρα από το περιβόλι λουσμένα σε χρυσό λάδι.
Η επιδερμίδα μας μέρα με τη μέρα έπαιρνε το χρώμα της υγείας όπως στα παιδικά μας καλοκαίρια.

Τα χέρια σου τη μέρα σκάρωναν καινούργια αντικείμενα και μαγειρικές.
Τη νύχτα ανακάλυπταν καινούργιες διαδρομές στο σώμα μου. Τις παίρναμε μαζί και ανεβαίναμε ως την Αφροδίτη. Την ξεπερνούσαμε, φτάναμε ψηλά, πιο ψηλά από τ’ αστέρια, περνούσαμε το γαλαξία ώσπου παραδινόμασταν αποκαμωμένοι στην δροσιά της νύχτας.
Όταν οι πρώτες αχτίδες σκαρφάλωναν από τα βουνά της Ανατολής, έλεγες βραχνά καλημέρα. Έμοιαζες με Απόλλωνα όπως σε κοιτούσα ανάμεσα στο φως, ακουμπισμένη στο πλάι σου. Με έβλεπες με την άκρη του ματιού σου και χαμογελούσες.

Μέρα με τη μέρα, η υπόσχεση μετατρεπόταν σε παράδεισο. Μέσα του περιφερόμασταν με όλες μας τις αισθήσεις. Όσο πλησίαζε το χρονικό τέλος, τόσο οι κήποι του παραδείσου, μας συνέπαιρναν, σχεδόν μας φυλάκιζαν στην ομορφιά τους. Όσο η λαχτάρα του αποχωρισμού μας έθλιβε, τόσο πιο βαθιά βουτούσαμε στα κρυστάλλινα νερά του Ιονίου, κι ακόμα πιο βαθιά στις ευχαριστήσεις της ολόλευκης υπόσχεσής μας.

Την τιμήσαμε ολόκληρη. Πιο πέρα από το τέρμα. Τη ζήσαμε ως και τη στιγμή που γύρισα το βαρύ κλειδί στην ξύλινη πόρτα για να περπατήσουμε το δρόμο του γυρισμού.

Τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα κινητά μας τηλέφωνα, τις τραπεζικές μας κάρτες, όλα τα παραλάβαμε από τον ιδιοκτήτη του λευκού, πέτρινου σπιτιού.
Έβαλα πρώτη και σε κοίταξα.
- Θα μπορούσες; ρώτησες.
Σε φαντάστηκα στο γραφείο σου να στέλνεις μέηλ, με είδα φορτωμένη στο  σούπερ μάρκετ. Είδα τα παιδιά στα σχολεία τους και την παρέα μας στο αγαπημένο μας στέκι.
- Δε θα μπορούσα, απάντησα, αλλά θα ήθελα.
- Υπόσχεσαι; με ρώτησες.
Υποσχέθηκα.

Χρόνια τώρα, η λευκή μας υπόσχεση ορίζει τα καλοκαίρια μας. Άλλη φορά για πέντε, άλλη για 25 ημέρες. Για όσο μας επιτρέπει η δήθεν κανονική ζωή μας να επιστρέφουμε στο χώρο και το χρόνο όπου το ξύπνημα, το κολύμπι, το φαγητό, ο έρωτας έχουν τον παλμό των εξήντα κτύπων της αληθινής ζωής. Αυτής που η πλάση χάρισε στον άνθρωπο κι εκείνος τη μετάλλαξε σε μια ξέφρενη ρόδα λούνα παρκ που παρά την ταχύτητά της, παραμένει στάσιμη. 
Χρόνια τώρα, τα καλοκαίρια πιάνουμε το σφυγμό της πραγματικά κανονικής ζωής. Της ζωής μας.





Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...