Αχ και να πέσει μια βροχή, μια καταιγίδα.
Να στέκω στη μέση της πόλης, δε με νοιάζει ποιας
πόλης, να κοιτάω ψηλά, να γελάω και να κλαίω, να κυλά πάνω μου η βροχή και να
ξεπλένει την καθαριότητα.
Δεν αντέχω άλλη καθαριότητα.
Να λερωθώ θέλω από χειραψίες, από ακουμπήματα, από
την κουπαστή. Να βλέπω χέρια ελεύθερα να αγγίζουν πράγματα, διακόπτες, πόμολα
και άλλα χέρια, μόνο στα μουσεία να απαγορεύεται το άγγιγμα. Τα γάντια και οι
μάσκες να κλειστούν παντοτινά στον φυσικό τους χώρο, στα ιατρεία και στα
χειρουργεία.
Να μου λένε οι φίλες μου μυστικά, κολλώντας στο
πρόσωπό μου.
Να μυρίζω το θυρωρό που έφαγε σκόρδο μόλις μπαίνω
στην είσοδο.
Να μπαίνω στο ίδιο ασανσέρ με τον γοητευτικό κύριο
που περιμέναμε μαζί στην ουρά της εφορίας.
Να βάζω σάλιο με το δάχτυλό μου στο λεκέ από
σοκολάτα στο μάγουλό μου, να σαλιώνω τους φακέλους και τα στεγνά μου χείλια.
Να χαϊδεύω τα δικά σου χείλια.
Να φιλάω τα παιδιά των φίλων μου. Να κοιμίζω αγκαλιά
τα παιδιά των φίλων μου.
Να δοκιμάζω το ποτό των φίλων μου. Και το φαγητό.
Και το παγωτό.
Να πιάνω μια μπάλα στο πάρκο, να σουτάρω στη
μπασκέτα και να βάζω καλάθι.
Να με φτύνει η μαμά μου γιατί είμαι πάρα πολύ
όμορφη, μα πώς βγήκα τόσο όμορφη;
Να δίνω φιλιά στον μπαμπά μου και να μένω ακουμπισμένη πάνω του
για τα τριάντα δευτερόλεπτα που κάθε φορά χρειάζομαι για να μυρίσω το Papoutsanis Tabac του.
Αχ και να πέσει μια βροχή από ένα πελώριο σύννεφο
που θα φτύσει όλη την οργή της εποχής της μπερδεμένης.
Να στέκω στη μέση της πόλης, δε με νοιάζει μιας
πόλης. Μόνο να τη βλέπω να ξαναγίνεται πόλη, γιατί τώρα οι πόλεις είναι φαντάσματα και εμείς τρομαγμένες ψυχές.
Αχ και να πέσει μια βροχή και μετά να βγει το
ουράνιο τόξο.