Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Να πέσει μια βροχή, μια καταιγίδα. (COVID 2020)


Αχ και να πέσει μια βροχή, μια καταιγίδα.
Να στέκω στη μέση της πόλης, δε με νοιάζει ποιας πόλης, να κοιτάω ψηλά, να γελάω και να κλαίω, να κυλά πάνω μου η βροχή και να ξεπλένει την καθαριότητα.
Δεν αντέχω άλλη καθαριότητα.
Να λερωθώ θέλω από χειραψίες, από ακουμπήματα, από την κουπαστή. Να βλέπω χέρια ελεύθερα να αγγίζουν πράγματα, διακόπτες, πόμολα και άλλα χέρια, μόνο στα μουσεία να απαγορεύεται το άγγιγμα. Τα γάντια και οι μάσκες να κλειστούν παντοτινά στον φυσικό τους χώρο, στα ιατρεία και στα χειρουργεία.
Να μου λένε οι φίλες μου μυστικά, κολλώντας στο πρόσωπό μου.
Να μυρίζω το θυρωρό που έφαγε σκόρδο μόλις μπαίνω στην είσοδο.
Να μπαίνω στο ίδιο ασανσέρ με τον γοητευτικό κύριο που περιμέναμε μαζί στην ουρά της εφορίας.
Να βάζω σάλιο με το δάχτυλό μου στο λεκέ από σοκολάτα στο μάγουλό μου, να σαλιώνω τους φακέλους και τα στεγνά μου χείλια.
Να χαϊδεύω τα δικά σου χείλια.
Να φιλάω τα παιδιά των φίλων μου. Να κοιμίζω αγκαλιά τα παιδιά των φίλων μου.
Να δοκιμάζω το ποτό των φίλων μου. Και το φαγητό. Και το παγωτό.
Να πιάνω μια μπάλα στο πάρκο, να σουτάρω στη μπασκέτα και να βάζω καλάθι.

Να με φτύνει η μαμά μου γιατί είμαι πάρα πολύ όμορφη, μα πώς βγήκα τόσο όμορφη;
Να δίνω φιλιά στον μπαμπά μου και να μένω ακουμπισμένη πάνω του για τα τριάντα δευτερόλεπτα που κάθε φορά χρειάζομαι για να μυρίσω το Papoutsanis Tabac του.
Αχ και να πέσει μια βροχή από ένα πελώριο σύννεφο που θα φτύσει όλη την οργή της εποχής της μπερδεμένης.
Να στέκω στη μέση της πόλης, δε με νοιάζει μιας πόλης. Μόνο να τη βλέπω να ξαναγίνεται πόλη, γιατί τώρα  οι πόλεις είναι φαντάσματα και εμείς τρομαγμένες ψυχές.
Αχ και να πέσει μια βροχή και μετά να βγει το ουράνιο τόξο.



Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...