Σ’ αυτή τη χώρα, η ζωή
μετριέται με τα καλοκαίρια.
Πλούσιοι, φτωχοί, μεσαίοι,
μικρομεσαίοι και νεόπτωχοι (ακόμα και οι νεόπλουτοι που το Γενάρη πηγαίνουν στα
εξωτικά) στα καλοκαίρια ακουμπάμε απαλά την καρδιά μας.
Τότε οι χτύποι της
γίνονται πιο αργοί, πιο ήσυχοι, ώσπου πιάνουν τον φυσιολογικό ρυθμό.
Το ελληνικό καλοκαίρι όμως, με μια μαγική προαιώνια ικανότητα, επαναφέρει τους κτύπους στο φυσιολογικό.
Το σώμα και το μυαλό συναντιούνται στο βυθό, στο φεγγάρι, σε ένα καλοτηγανισμένο τυροπιτάκι, στο σχοινί που δένει τη βάρκα. Το λαμπερό βερνίκι του πεντικιούρ λάμπει πιο πολύ μέσα στη χρυσή άμμο, το παγωμένο κρασί είναι πιο αρωματικό δίπλα στη θάλασσα και η τρικυμία της ψυχής ησυχάζει μέσα σε αλμυρά φιλιά ή έστω σε αλμυρές αγκαλιές φίλων καθισμένων στα μουράγια.
Το ελληνικό καλοκαίρι γίνεται εικόνα στους στίχους μεγάλων ποιητών και στις αναρτήσεις του Instagram. Το ελληνικό καλοκαίρι is not a state of mind. Είναι πραγματικό. Είναι μια φυσική κατάσταση που ούτε η Μύκονος δεν αλλοίωσε γιατί υπάρχει η Σίκινος, ας πούμε. Έχει τον δικό του αντίλογο, το ελληνικό καλοκαίρι.
Έτσι φαίνονταν τα πράγματα ως σήμερα.
Γιατί φέτος, κάτι άλλο
συμβαίνει. Κάτι απόκοσμο. Γυμνό. Λείπει
το πλήθος, αυτό το πλήθος που πολλοί θεωρούσαμε κατάρα, το πλήθος των
πολύχρωμων επισκεπτών που παρενοχλούσε την καταστολή του ρυθμού. Που πολλοί
λέγαμε ότι δεν αντέχεται, δεν έχει ποιότητα, δεν έχει λεφτά, δεν έχει όραμα,
δεν έχει, δεν έχει…
Το πλήθος αυτό δεν είναι εδώ και η απουσία του είναι έντονη. Γιατί η απουσία αυτή δεν απελευθέρωσε τους τόπους μας, τα νησιά μας, τις αμμουδιές μας από τη φασαρία, όπως περιμέναμε οι ρομαντικοί. Μας ξεγύμνωσε.
Πόσες αμμουδιές
αφέθηκαν βρώμικες.
Πόσες μεριές παρέμειναν
παρατημένες στις ζημιές του χειμώνα.
Πόσα σοκάκια
ασκούπιστα.
Πόσα κτήρια άβαφα.
Πόσοι «εξοπλισμοί
παραλιών και εστίασης» εγκαταλειμμένοι και τσακισμένοι σε υπαίθριους χώρους.
Ήταν τελικά το ελληνικό
καλοκαίρι μόνο για πούλημα;
Κι όμως, αυτό δε μας
πρόδωσε ποτέ. Ήταν πάντα εκεί, πραγματικό, είναι ακόμη εκεί, μια φυσική
κατάσταση που μας χωράει όλους, εμάς και τον διαολισμένο ρυθμό μας.
Εμείς το έχουμε
προδώσει.
Τόσο που πια
αναρωτιόμαστε, τι θα γένει το ελληνικό καλοκαίρι, χωρίς βαρβάρους;