Τα κτίρια έμοιαζαν αφύσικα ψηλά και ασύμμετρα στον χτισμένο λόφο της Παλιάς Πόλης. Ήταν πάντως γοητευτικά μέσα στο σκοτάδι της γενικής απαγόρευσης έτσι όπως μαρτυρούσαν τη ζωή μέσα από το κίτρινο χρώμα των φωτισμένων παραθύρων. Κοιτούσα με σχεδόν κουτσομπολίστικη περιέργεια το δικό σου.
Έστειλα μήνυμα.
Μου άνοιξες την πόρτα με αυτό το χαμόγελο που καμία σχέση δεν έχει
με τα «καλώς ήρθατε» της τυπικής ευγένειας, είναι πολύ πιο ευγενικό, είναι αληθινό.
Όλο και πιο όμορφο γινόταν το σπίτι σου, δεν μπορούσα να προσδιορίσω
τις αλλαγές, αλλά ήταν και πάλι πιο
όμορφο. Πήρα τη θέση που παίρνω πάντα στις σπάνιες επισκέψεις μου. Στην κόκκινη
πολυθρόνα που κοιτά το τζάκι, εσύ κάθησες όπως πάντα στα αριστερά μου, πάντα
πιο αριστερά μου.
Αφού μου πρόσφερες τσάι φυσικά.
Έστριψες τσιγάρο.
Ρώτησα γιατί.
Είπες γιατί μου αρέσει. Αυτό ήθελα να ακούσω.
Ρώτησες τι με φέρνει στην Παλιά Πόλη. Μην μου πεις εγώ, είπες
χαμογελώντας.
Όχι εσύ. Η ερημιά, απάντησα. Ήθελα να δω την πόλη έρημη μήπως
αλλάξω γνώμη, μήπως την αγαπήσω ξανά. Μου είναι πια αδύνατον. Στο διπλανό από
σένα παράθυρο φαίνεται στον τοίχο κρεμασμένο άλλο ένα κάδρο με το Δημοτικό Θέατρο που
γκρεμίστηκε. Το ίδιο και στο απέναντι. Το πρόβλημα δεν είναι το κάδρο. Το
πρόβλημα είναι ότι έχουν περάσει 117 χρόνια από την οικοδόμησή του και 67 από την κατεδάφισή του και ακόμη κλαίμε το θέατρο, χωρίς να έχουμε κατορθώσει
να φτιάξουμε ένα καινούργιο όπως το θέλουμε. Κρεμάμε μόνον παλιά κάδρα σε αυτήν την
πόλη, το καταλαβαίνεις;
Οι μεγάλες αγάπες δεν τελειώνουν ποτέ, είπες πάλι χαμογελώντας.
Αδύνατον. Έχει πολλά υπόγεια ρεύματα που εξανεμίζουν την αγάπη,
την εξουδετερώνουν. Περνούν μέσα από κρυμμένες στοές, γνωστές μόνον σε μερικά φαντάσματα Βενετών, αυτοί
κανονίζουν, αυτοί ξέρουν γιατί δε χτίζεται κανένα θέατρο.
Μεγάλωσες, είπες χωρίς να χαμογελάσεις αυτή τη φορά.
Μετά περπάτησα το λιμάνι και αναλογίστηκα όλες τις φορές που
έφτασα ως την προκυμαία αλλά ποτέ δεν έβγαλα εισιτήριο τελικά…