Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια μέρα ακόμη [Αφροδίτη Κουσουνή]

 

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου τη βρήκε να λαγοκοιμάται δίπλα στο παράθυρο. Ήταν το αγαπημένο της σημείο όλου του σπιτιού. Η μπλε αναπαυτική μπερζέρα της. Η φωλιά στην οποία έμπαινε και χωνόταν άοπλη, άφηνε στα πόδια της κάθε έννοια και αφηνόταν στην υφασμάτινη αγκαλιά της. Την είχε βάλει να κοιτάζει προς τη θάλασσα, με αυτήν αναμετριόνταν οι σκέψεις της, μεγαλύτεροι από τα θεόρατα κύματα που έβλεπε τις άγριες μέρες οι λογισμοί της, παράδερνε πολλές φορές μαζί τους, αφηνόταν να την παρασύρουν όπου εκείνοι ήθελαν, ανήμπορη να τους αντισταθεί, μα ίσως και να μην το ήθελε, κατά βάθος.

Το ντριν! ντριν! εξακολουθούσε αμείωτο, πάσχιζε να την επαναφέρει. Σαν φιλί της ζωής, ευγενική προσφορά της πραγματικότητας, της πανταχού παρούσας, ίσως και υπενθύμιση ότι από τον ιστό της δεν θα γλίτωνε εύκολα, ρόλοι ξεκαθαρισμένοι, το πάνω χέρι σταθερά δικό της, αμείλικτο.

Αποφάσισε να μην το σηκώσει. Άλλωστε, ήξερε. Φωνή μελιστάλαχτη, με προσποιητά αληθινό ενδιαφέρον για την υγεία της, ένα άγνωστο όνομα που διόλου δεν ταίριαζε με τον ρόλο του παλιόφιλου που μόλις είχε παίξει με παταγώδη αποτυχία ο καλών και στη συνέχεια η βροχή των προσφορών. Για το ηλεκτρικό ρεύμα. Για το κινητό της. Για το σταθερό της. Για την τηλεόρασή της. Για το δέρμα της. Για την υγεία της. Για τη μοναξιά της;

Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο που μετρούσε σταθερά τις ώρες της. Είχε ακόμη καιρό μέχρι να σουρουπώσει και λαχταρούσε όσο τίποτα μια βόλτα. Θα συμπλήρωνε το απαραίτητο έντυπο σε περίπτωση ελέγχου, ποιος θα της το έλεγε ότι μετά από τέτοια πολυτάραχη ζωή και τόσα που είχε περάσει, θα έφτανε η στιγμή, στο ηλιοβασίλεμα του βίου της να πρέπει να απολογείται για την έξοδό της από το σπίτι! Τελικά είχαν δίκιο αυτοί που έλεγαν ότι η ζωή έχει μεγαλύτερη φαντασία. 8 δεκαετίες συμπληρωμένες πριν από λίγες μέρες είχε περάσει πάνω σε αυτή τη χωμάτινη μπάλα που γυρνούσε ολοένα κουβαλώντας ανάσες, ένας τροχός της τύχης θαρρείς, όλοι νικητές και όλοι νικημένοι, ανάλογα με το πού στέκονταν. 8 δεκαετίες! Και ακόμη να συνηθίσει. Μα όταν τα μετρούσε τα χρόνια της ένα προς ένα, λειψά της φαίνονταν για να χωράνε τόσα σύννεφα.



Είχε σβήσει τα κεράκια της τούρτας μονάχη, μα σε ζωντανή μετάδοση με τα παιδιά και τα εγγόνια της. Μέρες πριν είχε ενταθεί το φροντιστήριο, μην πάει κάτι στραβά, μην μπερδευτεί και δεν ανοίξει το ηλεκτρονικό παράθυρο στα διασκορπισμένα στις πέντε γωνιές του κόσμου κομμάτια της ψυχής της. Κοντά της όλοι, νοερά. Της χαμογελούσαν μέσα από τις οθόνες τους, «σ’ αγαπάω, μαμά», «σ’ αγαπάω, γιαγιά»… Μα πώς να τους πει ότι αυτό που ήθελε περισσότερο από καθετί ήταν μια αληθινή, σάρκινη αγκαλιά, από αυτές με την πραγματική μυρωδιά του χειροπιαστού κορμιού που χτυπάει στα ρουθούνια και ζεσταίνει το μέσα; Της έλειπαν όλοι και όλα. Η όμορφη αναστάτωση του σπιτιού όταν επέστρεφαν, οι βόλτες, τα μαγειρέματα, τα γέλια, το να μετράει το μπόι τους και να την περνάνε όλο και περισσότερο εδώ και χρόνια. Το ήξερε πως έπρεπε να κάνει υπομονή. Πανδημία, έζησε για να το περάσει και αυτό. Όλοι μακριά. Υποχρεωτικά. Ζωντανοί στην οθόνη της, να της λένε τα νέα τους. Ζωντανή και αυτή. Μα ανέγγιχτη.


Αναρωτήθηκε αν θα ζούσε αρκετά για να τους ξαναδεί να διαβαίνουν την πόρτα. Απρόβλεπτη όσο ανέκαθεν η ζωή, μα τώρα έμοιαζε να λοξοπατάει πάνω στο τεντωμένο της σύρμα, ποτέ πιο αβέβαιο το κάθε βήμα. Και από τα μετόπισθεν όπου είχε αποσυρθεί εδώ και χρόνια, την έσυραν τα καινούρια δεδομένα στην πρώτη γραμμή. Να κινδυνεύει από τις ριπές του αόρατου εχθρού, χωρίς να μπορεί να κρυφτεί. Πρόσεχε πολύ, για χάρη αυτής της αγκαλιάς που ήλπιζε να γεμίσει π
άλι από τα αγαπημένα κορμιά τους. Που το καθένα τους κουβαλούσε και ένα κάτι δικό της, παζλ η ίδια, έπρεπε να ενωθούν όλοι τους ξανά, για να πάρει και αυτή μορφή.

Έπρεπε όμως να βιαστεί. Η μέρα έμοιαζε να εξαντλεί τις δυνάμεις της γρήγορα, ανήμπορη, μπροστά στο σκοτάδι που σε λίγο θα μετέτρεπε το γαλάζιο σε μαύρο και την ομορφιά του ορίζοντα σε αόρατη, παλλόμενη ανάσα.

Ντύθηκε στα γρήγορα. Κατάσαρκα η θλίψη, δεν την εγκατέλειπε εύκολα, λες και είχε αναλάβει αυτή να τη ζεσταίνει, τώρα που κρύωσε ο καιρός. Έβαλε και τη χοντρή ζακέτα, εκείνη που της είχε φέρει ο εγγονός της από το Λονδίνο, την τελευταία φορά που την επισκέφτηκε, πριν το αυτονόητο μετατραπεί σε προσδοκία.

Άνοιξε την πόρτα και άφησε τη μοναξιά να βγει πρώτη, ψηλότερη από την ίδια τη λογάριαζε, θα πιανόταν από το μπράτσο της για σιγουριά, να μην παραπατήσει, εκείνο το σκαλάκι το τελευταίο στην έξοδο πάντα την μπέρδευε.

Έκλεισε πίσω της την πόρτα. Μια βόλτα ακόμη. Μια μέρα ακόμη. Μια σελίδα ακόμη.

«Μου λείπεις, γιαγιά».

«Μου λείπεις, μαμά».

Ήταν εκεί. Ακόμη.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...