Το
κουδούνισμα του τηλεφώνου τη βρήκε να λαγοκοιμάται δίπλα στο παράθυρο. Ήταν το
αγαπημένο της σημείο όλου του σπιτιού. Η μπλε αναπαυτική μπερζέρα της. Η φωλιά
στην οποία έμπαινε και χωνόταν άοπλη, άφηνε στα πόδια της κάθε έννοια και αφηνόταν
στην υφασμάτινη αγκαλιά της. Την είχε βάλει να κοιτάζει προς τη θάλασσα, με
αυτήν αναμετριόνταν οι σκέψεις της, μεγαλύτεροι από τα θεόρατα κύματα που
έβλεπε τις άγριες μέρες οι λογισμοί της, παράδερνε πολλές φορές μαζί τους,
αφηνόταν να την παρασύρουν όπου εκείνοι ήθελαν, ανήμπορη να τους αντισταθεί, μα
ίσως και να μην το ήθελε, κατά βάθος.
Το
ντριν! ντριν! εξακολουθούσε αμείωτο, πάσχιζε να την επαναφέρει. Σαν φιλί της
ζωής, ευγενική προσφορά της πραγματικότητας, της πανταχού παρούσας, ίσως και υπενθύμιση
ότι από τον ιστό της δεν θα γλίτωνε εύκολα, ρόλοι ξεκαθαρισμένοι, το πάνω χέρι
σταθερά δικό της, αμείλικτο.
Αποφάσισε
να μην το σηκώσει. Άλλωστε, ήξερε. Φωνή μελιστάλαχτη, με προσποιητά αληθινό
ενδιαφέρον για την υγεία της, ένα άγνωστο όνομα που διόλου δεν ταίριαζε με τον
ρόλο του παλιόφιλου που μόλις είχε παίξει με παταγώδη αποτυχία ο καλών και στη συνέχεια
η βροχή των προσφορών. Για το ηλεκτρικό ρεύμα. Για το κινητό της. Για το
σταθερό της. Για την τηλεόρασή της. Για το δέρμα της. Για την υγεία της. Για τη
μοναξιά της;
Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο που μετρούσε σταθερά τις ώρες της. Είχε ακόμη καιρό μέχρι να σουρουπώσει και λαχταρούσε όσο τίποτα μια βόλτα. Θα συμπλήρωνε το απαραίτητο έντυπο σε περίπτωση ελέγχου, ποιος θα της το έλεγε ότι μετά από τέτοια πολυτάραχη ζωή και τόσα που είχε περάσει, θα έφτανε η στιγμή, στο ηλιοβασίλεμα του βίου της να πρέπει να απολογείται για την έξοδό της από το σπίτι! Τελικά είχαν δίκιο αυτοί που έλεγαν ότι η ζωή έχει μεγαλύτερη φαντασία. 8 δεκαετίες συμπληρωμένες πριν από λίγες μέρες είχε περάσει πάνω σε αυτή τη χωμάτινη μπάλα που γυρνούσε ολοένα κουβαλώντας ανάσες, ένας τροχός της τύχης θαρρείς, όλοι νικητές και όλοι νικημένοι, ανάλογα με το πού στέκονταν. 8 δεκαετίες! Και ακόμη να συνηθίσει. Μα όταν τα μετρούσε τα χρόνια της ένα προς ένα, λειψά της φαίνονταν για να χωράνε τόσα σύννεφα.
Αναρωτήθηκε
αν θα ζούσε αρκετά για να τους ξαναδεί να διαβαίνουν την πόρτα. Απρόβλεπτη όσο
ανέκαθεν η ζωή, μα τώρα έμοιαζε να λοξοπατάει πάνω στο τεντωμένο της σύρμα,
ποτέ πιο αβέβαιο το κάθε βήμα. Και από τα μετόπισθεν όπου είχε αποσυρθεί εδώ
και χρόνια, την έσυραν τα καινούρια δεδομένα στην πρώτη γραμμή. Να κινδυνεύει
από τις ριπές του αόρατου εχθρού, χωρίς να μπορεί να κρυφτεί. Πρόσεχε πολύ, για
χάρη αυτής της αγκαλιάς που ήλπιζε να γεμίσει πάλι από τα αγαπημένα κορμιά
τους. Που το καθένα τους κουβαλούσε και ένα κάτι δικό της, παζλ η ίδια, έπρεπε
να ενωθούν όλοι τους ξανά, για να πάρει και αυτή μορφή.
Έπρεπε
όμως να βιαστεί. Η μέρα έμοιαζε να εξαντλεί τις δυνάμεις της γρήγορα, ανήμπορη,
μπροστά στο σκοτάδι που σε λίγο θα μετέτρεπε το γαλάζιο σε μαύρο και την
ομορφιά του ορίζοντα σε αόρατη, παλλόμενη ανάσα.
Ντύθηκε
στα γρήγορα. Κατάσαρκα η θλίψη, δεν την εγκατέλειπε εύκολα, λες και είχε
αναλάβει αυτή να τη ζεσταίνει, τώρα που κρύωσε ο καιρός. Έβαλε και τη χοντρή
ζακέτα, εκείνη που της είχε φέρει ο εγγονός της από το Λονδίνο, την τελευταία
φορά που την επισκέφτηκε, πριν το αυτονόητο μετατραπεί σε προσδοκία.
Άνοιξε
την πόρτα και άφησε τη μοναξιά να βγει πρώτη, ψηλότερη από την ίδια τη
λογάριαζε, θα πιανόταν από το μπράτσο της για σιγουριά, να μην παραπατήσει,
εκείνο το σκαλάκι το τελευταίο στην έξοδο πάντα την μπέρδευε.
Έκλεισε
πίσω της την πόρτα. Μια βόλτα ακόμη. Μια μέρα ακόμη. Μια σελίδα ακόμη.
«Μου
λείπεις, γιαγιά».
«Μου
λείπεις, μαμά».
Ήταν
εκεί. Ακόμη.