Εμείς τη Μεγάλη Εβδομάδα ψωνίσαμε με μεγάλη χαρά τα τσιλίχουρδα, τα αλλαντικά και το κρασί μας.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, βάψαμε τα αυγά μας.
Σιδερώσαμε τα ρούχα μας για το δείπνο του Μ. Σαββάτου και στις 8 υποδεχτήκαμε τον ένα και μοναδικό φίλο μας που η απαγόρευση βόλευε να μας
επισκεφθεί ώστε να γιορτάσουμε μαζί την Ανάσταση.
Ανάψαμε τις λαμπάδες μας πάνω στο τραπέζι, φάγαμε ωραιότατα, τσουγκρίσαμε τα αυγά μας και τα ποτήρια μας και ευχηθήκαμε Χριστός Ανέστη. Η ώρα ήταν εννιά. Κι εμείς νόμιμοι.
Τον πρόλαβαν τα πυροτεχνήματα. Μας πρόλαβαν…
Ο Δήμος μας, πέταξε πυροτεχνήματα στις 12, την ώρα που εμείς
νιώθαμε το vivere pericolosamente στο αίμα μας, σκεπτόμενοι τα €300 του προστίμου εάν τσάκωναν
τον φίλο μας καθ’ οδόν.
Μείναμε στο μπαλκόνι μας έκπληκτοι, για λίγο ακόμη μαζί, να κοιτάμε και να φωτογραφίζουμε από ένα ξέφωτο του μπετόν τα εντυπωσιακά βεγγαλικά. Προφανώς δεν απευθύνονταν σε εμάς. Εμείς ήμασταν σχεδόν νόμιμοι. Πάντως σίγουρα ήμασταν στο μπετόν και όχι στη Σπιανάδα.
Από τη Σπιανάδα είδαμε φωτογραφίες της Ανάστασης.
Όπως είδαμε και των μπότηδων. Καθώς και διαβάσαμε περιγραφές ότι οι μπότηδες είναι τεράστιοι, χρωματιστοί, με κορδέλες . Είδαμε και κάποιους σαν αυτόν της φωτό και τρομάξαμε λίγο είναι η αλήθεια. Αλήθεια, χρώματα, κορδέλες και χολιγουντιανά βεγγαλικά είναι τα συστατικά του περίφημου Κερκυραϊκού Πάσχα ;
Ίσως μας νομίζετε για εμμονικούς.
Εμμονικούς με το Κερκυραϊκό Πάσχα.
Η αλήθεια είναι πως είμαστε εμμονικοί, αλλά όχι με το Πάσχα.
Είμαστε εμμονικοί με τον πολιτισμό και την αλήθεια του. Με το σημαίνον και το
σημαινόμενο κάθε πράξης και δράσης. Είμαστε εμμονικοί με την αυθεντικότητα, την
πραγματικότητα και μισούμε τα κατασκευάσματα των καιρών.
Δεν ανεχόμαστε να βάφονται με παρδαλά χρώματα οι πολύτιμες
στιγμές μας. Μας είναι βαρύ. Πιο βαρύ από την τόρτσα, τη σκόλα και το φλάμπουρο
που ασκώνουν οι αγαπημένοι μας συμπολίτες στης Μητροπόλεως και στον Αμλέτο.
Το Πάσχα μας δεν αντέχει άλλο βάρος κακογουστιάς,
καιροσκοπισμού και ασχετοσύνης. Κατ’ επέκταση ούτε η πόλη μας. Ούτε ο πολιτισμός μας.
Λυπούμαστε πάρα πολύ για ό, τι συνέβη και πιο πολύ για
ό,τι έπεται.
Προλαβαίνουμε άραγε να σώσουμε κάτι;