Ένας πολύ σοβαρός λόγος να φοράμε τα καλά μας στην Κέρκυρα, είναι το παρελθόν.
Τα φοράγαμε από το 1730, όταν πρωτολειτούργησε το λυρικό θέατρο San Giacomo. Τότε που οι αριστοκράτες και κάποιοι αστοί κατέφθαναν αγκαζέ, στα πολυτελή φουστάνια τους οι κυρίες, με μάσκα, δαντελένια, περίτεχνη, κομψή, στα βαριά τους ενδύματα οι κύριοι, που οι απλές κοπέλες που αγαπούσαν την όπερα δανείζονταν ένα καλό φουστάνι για να διαβούν την πόρτα του θεάτρου, τότε που ο Καζανόβα αγάπησε την Κέρκυρα και οι πριμαντόνες της Ευρώπης μεταφέρονταν στη σκηνή με την πορταντίνα.
Τότε, οι βελούδινες κουρτίνες έπεφταν για να αποκαλυφθεί η αυλαία, και παρά τα παρωχημένα τεχνικά μέσα, το ταβάνι δεν έσταζε στα κεφάλια των θεατών.
Ένας άλλος εξίσου σοβαρός λόγος να φοράμε τα καλά μας στην Κέρκυρα, είναι το μέλλον, μια που το παρόν μας έχει φορέσει τα κουρέλια του.
Μια κοινωνία δείχνει την ποιότητά της από τον τρόπο που ενδύεται στις εκδηλώσεις του δημόσιου βίου, γιατί αυτές οι ίδιες οι εκδηλώσεις του δημόσιου βίου αποτελούν το βαρόμετρο του πολιτισμού της.
Μια κοινωνία δείχνει την ποιότητά της όταν το υψηλό επίπεδο δεν αποτελεί προνόμιο των εχόντων αλλά κάθε πολίτη που αγαπά την Τέχνη και την αναβαθμισμένη ψυχαγωγία.
Ότι ένα ποσοστό έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει για να δει θέατρο, να δειπνεί σε πολυτελή εστιατόρια και να συμμετέχει σε φιλανθρωπικά γκαλά της πρωτεύουσας, σε καμία περίπτωση δεν αφορά το κοινωνικό σύνολο, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει κοινωνική πρόοδο και πολιτισμό.
Πολιτισμό και πρόοδο μια σύγχρονη κοινωνία έχει όταν παράλληλα με την δωρεάν Υγεία και Παιδεία που (ας προφασιστούμε πως έχουμε εδώ, σήμερα), απολαμβάνει δημόσιες πολιτιστικές εκδηλώσεις που «παιδεύουν» το αυτί, την ψυχή και την όραση και ακόμα, την οπτική. Την οπτική ενός κόσμου που μοιράζεται τη χαρά της δημιουργίας, που οι καλλιτέχνες τιμώνται γενναιόδωρα από τον δήμο, που το χειροκρότημα φέρνει κι άλλη δημιουργία, που η δημιουργία φέρνει ευφορία, που ανυψώνει, που δίνει βηματισμό, που πρωτοπορεί.
Που μαζί με το εισιτήριο που αγοράζουμε, παίρνουμε και τα καλά μας από το καθαριστήριο.
Βεβαίως τα καλά μας, αφού τα μάρμαρα και τα πόμολα γυαλίζουν, η ταξιθέτρια μάς υποδέχεται στον πληθυντικό, στο διάλειμμα λειτουργεί μπαρ και οι τουαλέτες έχουν χαρτί και μυρίζουν σαπούνι.
Αλήθεια, δεν είναι ντροπή να γράφονται τα παραπάνω σχεδόν 300 χρόνια μετά τα εγκαίνια του San Giacomo;
Δεν είναι ντροπή να έχουμε απολέσει κάθε στοιχείο της Κληρονομιάς μας;
Να γιορτάζουμε Χριστούγεννα με λαϊκά στη διαπασών στην πιο ιστορική πλατεία της πόλης ανάμεσα σε φαραωνικά τοτέμ από πολυεστέρα;
Να στάζει στο κεφάλι μας η οροφή του μοναδικού θεάτρου της πόλης; (που παρεμπιπτόντως διατίθεται και για κάθε άλλη χρήση, όπως εκλογές, συνελεύσεις κ.α.)
Αλήθεια, δεν είναι ντροπή να μην έχουμε πού να φορέσουμε τα καλά μας σε αυτήν την πόλη;
Να μην καταλαβαίνουμε πόσο σοβαρή υπόθεση είναι «τα καλά μας» στο δημόσιο βίο;
Να μην βλέπουμε το μέλλον μας με τα καλά μας;
[…έβγαλε τα καστόρινα γάντια της, έσφιξε το παιδικό μου χεράκι με το δικό της, το απαλό και ζεστό και ανεβήκαμε τα γυαλιστερά, μαρμάρινα σκαλιά. Οι κύριοι έβγαζαν τα καπέλα τους μόλις έμπαιναν. Μιλούσαν οι άνθρωποι ζωηρά μεταξύ τους, κάποιοι έπιναν ποτό από το μπαρ του φοαυγιέ. Οδηγηθήκαμε με ευγένεια στα καθίσματά μας, οι δυο Αλίκες, η γιαγιά μου κι εγώ. Έβγαλε το γουνάκι από το λαιμό της και το ακούμπησε στα γόνατα. Μου ζήτησε να της διαβάσω χαμηλόφωνα το πρόγραμμα. Το κρατούσα με ευλάβεια πάνω στην καλοσιδερωμένη φουστίτσα μου. Τα φώτα έσβησαν. Σταμάτησα να μιλάω. Η αυλαία άνοιξε. Η Λίμνη των Κύκνων μόλις ξεκίνησε. Από τα μπαλέτα Κίροφ. Στο Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας…]