Ο συκοφάντης [Αλίκη Κατσαρού]

Από παιδί έτρεμα τους συκοφάντες. Σήμερα, τους έχω καταχωρημένους στα πιο χαμηλά πατώματα της εκτίμησής μου, εκεί που τα πάντα μυρίζουν άσχημα, χωρίς να τους δίνω μεγάλη σημασία. Και εντελώς ξεκάθαρα πιστεύω, ότι εκτός από τα ποταπά τους κίνητρα, έχουν και μια μικρή ή μεγάλη διαταραχή. Γιατί ποιος υγιής άνθρωπος με μια υγιή ζωή έχει την πολυτέλεια να ασχολείται μανιωδώς με κάποιον τρίτο;

Από τον Αριστοφάνη και την αρχαία Αθήνα όπου εμφανίζονται ως πρόσωπα σκοτεινά, κάποια στιγμή κανονικοί επαγγελματίες αλλά και περίγελοι ως την εποχή των fake news και της δολοφονίας χαρακτήρων, οι συκοφάντες διαχρονικά υπάρχουν με ευφάνταστο τρόπο στις μέρες και τις νύχτες μας.



Προσωπικά, μου είχε συμβεί μια χοντρή ιστορία δημόσιας συκοφαντίας που το μόνο που τελικά μου άφησε είναι η απορία γιατί δεν προσέτρεξα τότε στον εισαγγελέα.

Έχει συμβεί σε φίλους. Έχει συμβεί σε γονείς εν διαστάσει με κίνητρο την επιμέλεια των παιδιών. Έχει συμβεί σε πολιτικούς που η προσωπική τους αδυναμία έγινε πεδίον εξόντωσής τους λαμπρό από τον εχθρό. Έχει συμβεί και σε ανυποψίαστους ανθρώπους που κάποια συγκυρία της ζωής, τους έφερε αντιμέτωπους με κάποιον παρανοϊκό και ίσως ταυτόχρονα παλιοχαρακτήρα.

Ο συκοφάντης ωστόσο στη δημόσια ζωή, είναι άλλο πράγμα. Είναι επάγγελμα. Προσοδοφόρο. Έχει ξεκινήσει δεκαετίες τώρα από πολύ μεγάλα ΜΜΕ, παγκοσμίως. Είναι τόσο προσοδοφόρο που οι επαγγελματίες συκοφάντες έχουν υπολογίσει και τη ζημία και το κέρδος, σε περίπτωση αγωγής του θιγόμενου. Μάλιστα, ο όρος δολοφονία χαρακτήρων για την πράξη της συντονισμένης συκοφαντίας, δεν έχει χρησιμοποιηθεί άδικα. Για δολοφονία πρόκειται, αφού μπορεί να γίνει πιο οδυνηρή και από μια σφαίρα στα σπλάχνα η άδικη κατηγορία που παρασύρει ένα κοινωνικό τσουνάμι ύβρεων, χαρακτηρισμών και δημόσιας καταδίκης. Οι άνθρωποι που την έχουν υποστεί, ιδιαίτερα εάν η συκοφαντία έχει προέλθει μαζικά από τα συστημικά ΜΜΕ, θαρρώ πως μονάχα με τη βοήθεια ψυχιάτρου τη έχουν αντέξει.

Πιστεύω πάρα πολύ στη δικαιοσύνη.

Τη θεσμική και την κοινωνική.

Τη θεσμική νομίζω πως ακόμη υπηρετούν δημόσιοι λειτουργοί με ευσυνειδησία, ευθυκρισία και γνώσεις, χωρίς να αποκλείονται εντελώς οι σκοτεινές ιστορίες. Δε θα ξεχάσω την περίπτωση ενός Έλληνα διαφωτιστή στην Ελληνική Επανάσταση, του Θεόφιλου Καΐρη. Ο Καΐρης αθωώθηκε μετά τον θάνατό του στη φυλακή, γεγονός που με έκανε όταν το διάβασα, να πλαντάξω στο κλάμα πάνω από το βιβλίο της ιστορίας δέσμης. Θέλω να πιστεύω ότι τέτοια συμβάντα σήμερα είναι πάρα πολύ σπάνια.

Η κοινωνική δικαιοσύνη όμως βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Όχι όσον αφορά μικρές προσωπικές ιστορίες που ο συκοφάντης, κλασικά και σίγουρα, κάποια στιγμή απομονώνεται από το σύνολο ως γραφικός. Αλλά στις άλλες ιστορίες, τις μεγάλες, τα λεγόμενα fake news του διαδικτύου. Αυτές δεν έχουμε μάθει να τις διαχειριζόμαστε. Δεν έχουμε αποκτήσει ως διαδικτυακό κοινό την εμπειρία ούτε να προστατευόμαστε ούτε να προστατεύουμε τους συμπολίτες μας από τις λασπώδεις λακούβες του ίντερνετ. Θα γίνει κι αυτό. Ως τότε όμως, ας είμαστε και λίγο δύσπιστοι σε ό,τι ακούμε ή διαβάζουμε. Κανείς δεν βλάφθηκε από μια μικρή έρευνα στις πηγές.

Αν σκεφτούμε ότι η λέξη συκοφάντης λεξιλογικά προέκυψε από εκείνον που αποκάλυπτε τα σύκα στην αρχαία Αθήνα, αυτούς τους τόσο γλυκούς και ζουμερούς καρπούς της Μεσογείου, θα μπορούσε και να γίνει και συμπαθής. Αλλά η ιστορία τον έκανε ανατριχιαστικό για πάντα. Γι’ αυτό το νου μας.