Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σαν κύτταρο - με αγάπη για Κερκυραίους [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι μεγαλώσαμε και ζήσαμε σε μικρή πόλη, πολλές είναι οι φορές που αναθεματίσαμε την ώρα και τη στιγμή που η τύχη μας τοποθέτησε σε αυτήν την κουκκίδα του χάρτη. Κι άλλες τόσες που ποθήσαμε την ανωνυμία και τις ευκαιρίες της μεγαλούπολης.

Η σύγκρουση με το μικρό μέρος και με ό, τι αυτό σημαίνει μοιάζει για πολλούς σαν αντίσταση σε μια άλυτη σχέση με πολλά προβλήματα.

Στην Κέρκυρα, ας πούμε, σίγουρα μας ενοχλεί το έντονο κουτσομπολιό. Είναι έντονο και είναι και ενοχλητικό αλλά αν το παρατηρήσει κανείς διαχρονικά είναι και πολύ προοδευτικό. Ξεχνιέται, συγχωρείται και ανανεώνεται διαρκώς. Κανέναν δεν έχουμε εκτελέσει επειδή μας προσέβαλε ηθικά, ίσα-ίσα άνθρωποι που προπορεύθηκαν της εποχής τους σε κοινωνικά ζητήματα, έχουν κερδίσει και σεβασμό και συμπάθεια.

Όχι ότι είναι καλό πράμα το κουτσομπολιό και μακάρι οι νεώτεροι να περιορίσουν τη χρήση του και τον τρόπο που το κάνουν, γιατί ας είμαστε ειλικρινείς, ο σχολιασμός πάντα θα υπάρχει ως στοιχείο του κοινωνικού ανθρώπου.

Σε αυτήν την ξεχωριστή πόλη όμως, μαζί  με το κουτσομπολιό και με τα λοιπά μας μειονεκτήματα, όπως η κάποια ελαφρότητα, η  κάποια αδράνεια και αναβλητικότητα, η κάπως επικίνδυνη αδιαφορία για το μέλλον, η εντυπωσιακή άγνοια των εκτός του τειχισμού της πόλης τεκταινομένων και η αυτιστική (ας μου συγχωρηθεί η politically incorrect λέξη) ομφαλοσκόπηση, η κομπορρημοσύνη,  η παροιμιώδης «βενετσιάνικη» κοινωνική υποκρισία και πιθανώς άλλα ακόμη που κάθε αναγνώστης θα προσθέσει, συνυπάρχουν πλευρές της πόλης και των ανθρώπων της που είναι λατρευτές!


source: LiFO


Από παιδί περπατώ στα ίδια πεζοδρόμια.

Με θυμάμαι από το χέρι με τον αγαπημένο μου παππού, συνήθως με ένα κουτί πάστες από του Κρόκου στο άλλο χέρι, κάθε πέντε βήματα να χαιρετάμε και να μας χαιρετούν. Θυμάμαι ακόμη, να μιλά ο παππούς μου στη Λουτσίντα, κι εγώ να φοβάμαι αυτό το αλλόκοτο πλάσμα που πρωταγωνιστούσε στην πλατεία στα χρόνια εκείνα. Θυμάμαι τις λιτανείες, τον Άγιο –που κι αυτόν λίγο τον φοβόμουν-, την ταβέρνα του Ρουβά που έπαιρνα σπαγέτι με σούγο όταν δε μου άρεσε το φαΐ του σπιτιού. Θυμάμαι τα καλαμπούρια μεταξύ γνωστών, μα όλοι γνωστοί ήταν, έξω από τα εμπορικά καταστήματα του κέντρου. Και ακόμα, τα σκαμπώ σε κάποια από αυτά, γιατί πέραν του εμπορίου, υπήρχε και η κοινωνική ζωή και οι Κερκυραίοι φίλοι ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι για ένα καφεδάκι ώρες καταστημάτων κι ας περιμένει λίγο παραπάνω ο πελάτης. Σε αυτή τη λογική, πρωταγωνιστούσαν βέβαια τα φαρμακεία.

Θυμάμαι τους ήχους των πνευστών κάτω από τις Φιλαρμονικές Εταιρίες, παραμονές γιορτών. Θυμάμαι πηγαδάκια εφήβων κάτω από την Παλιά, αργά τα βράδια της Μ. Εβδομάδας που γυρνούσαν από τις επίπονες πρόβες. Τα φωτισμένα σκαλιά της Αναγνωστικής Εταιρίας κάθε που είχε διάλεξη και τους καθολικούς που πήγαιναν στον «κόρο» του Ντουόμο. Ακόμα, τους ηλικιωμένους με την εφημερίδα κι έναν μικρό ελληνικό στου Ζήσιμου και στον Κήπο του λαού τα κρυμμένα ζευγαράκια. Θυμάμαι τις συγκεντρώσεις των προσκόπων στο Φαληράκι ενώ αναγνωρίζω διαχρονικά τις φυσιογνωμίες όσων είναι πρόσκοποι ακόμα κι όταν φορούν τα πολιτικά τους. Τη λαϊκή αγορά με το καλύτερο προϊοντικό μάρκετιγκ του κόσμου και τις πρωινές συζητήσεις των Κερκυραίων με τα ψώνια στα χέρια. 

Τις λυπημένες συζητήσεις μπροστά στα κηδειόσημα και τις αφίσες με τις μουσικές και χορωδιακές εκδηλώσεις που ‘ξεπουλούσαν’ πριν καν αναρτηθούν.

Στην πέμπτη δεκαετία της ζωής μου, αυτά και πολλά περισσότερα, δεν τα θυμάμαι. Τα ζω. Είμαι κομμάτι τους. Είναι κομμάτι μου.

Κάποια έχουν αλλάξει, όπως είναι φυσικό σε μια περίοδο ραγδαίας, τεχνολογικής κυρίως, εξέλιξης. Όμως η ουσία, το σούγο όπως στα σπαγέτι του Ρουβά, παραμένει ίδιο.

Επικοινωνούμε, γνωριζόμαστε, και κάποιοι αγαπιόμαστε πραγματικά. Έχουμε κοινές μνήμες και τόπους, σημεία αναφοράς που αμβλύνουν τις διαφορές και μας κάνουν «δικούς». Έχουμε κοινό λεξιλόγιο και κώδικες. Έχουμε παρέες που δεν άλλαξαν παρά μόνον άσπρισαν τα μαλλιά τους. Συνήθειες και αγάπες που δεν απαρνιόμαστε. Συγκεκριμένα μέρη που θα βρεθούμε συγκεκριμένες περιόδους. Παλιές διηγήσεις που κουβαλάμε και ιστορίες που γράφουμε μαζί.

Έχουμε φίλους που ζουν αλλού και μας εκφράζουν τη νοσταλγία τους στο Facebook. Κι άλλους που δημοσιεύουν φωτογραφίες από τα παλιά όπου αναγνωρίζουμε τους γονείς μας, τους θείους μας και τους εαυτούς μας. Έχουμε παλιούς συμμαθητές που έγιναν σημερινοί συνεργάτες – πόσο υπέροχο- και εκείνη τη φίλη από το σχολείο που ανεβάζει φωτογραφίες της πόλης με τη χαρακτηριστική λεζάντα «Κερκυράρα».

Έχουμε αστικούς μύθους και αστικούς ήρωες που αγαπάμε με πάθος, ζημιογόνο καμιά φορά.

Έχουμε και κοινούς εχθρούς, το Πατρινό Καρναβάλι που μας πήρε τη δόξα, το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο που έκλεισε την Ιόνιο Ακαδημία και άλλα τέτοια που δε στέκουν, αλλά τονώνουν την τοπική μας αυτοπεποίθηση.

Ώρες-ώρες θυμίζουμε ναπολιτάνικη ταινία του 20ου αιώνα κι άλλες όπερα του 19ου αιώνα, οπωσδήποτε όμως διαθέτουμε δικό μας στυλ!


Στον καιρό της παγκοσμιοποιημένης ψηφιακής ταυτότητας των ανθρώπων, που οι άνθρωποι ντύνονται, τρώνε και σχεδόν μιλούν το ίδιο, η Κέρκυρα –όπως σίγουρα και άλλα μέρη του πλανήτη με ισχυρή προσωπικότητα- είναι ένα νησί κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά! Ένα νησί που μέσα στον ωκεανό των αλλαγών, εκείνο αργεί να αλλάξει. Κι αυτό ίσως είναι και λίγο καλό.

Όπως περπατώ στα ίδια πεζοδρόμια νομίζω ότι τον έχω δίπλα μου. Πολλές φορές, σε κάποιες μεριές της πόλης αισθάνομαι τη ζεστασιά του παππού μου, όπως μου έσφιγγε το χέρι, με λατρεία και έγνοια. Δεν είναι προσωπικό το θέμα γιατί δεν είμαι η μόνη εγγονή ενός γνήσιου Κερκυραίου αυτής της πόλης. Είναι η μετάγγιση ενός κυττάρου που έχουμε υποστεί οι εντόπιοι, και που όσο πιο συμφιλιωμένοι είμαστε με τις καλές πλευρές του, τόσο πιο πολύ θα ευχαριστιόμαστε τη ζωή μας σε τούτον τον τόπο, τόσο πιο ευγνώμονες θα είμαστε για αυτήν.

Διανύοντας μια προσωπική περίοδο ουσιαστικής συμφιλίωσης, πιστεύω πια κι εγώ ότι η ζωή στην πόλη της Κέρκυρας είναι αρκετά όμορφη, κι ότι παρά τις συνεχείς πρόσφατες ατυχίες της στο πολιτικό προσωπικό και τη σημαντική παρακμή της δημόσιας ζωής, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της εξακολουθούν να αποτελούν έναν ενθαρρυντικό βηματοδότη για το παρόν και το μέλλον της. Και θέλω πιο πολύ από ποτέ, να τα κρατήσουμε όσο γίνεται ζωντανά, αγαπημένοι μου Κερκυραίοι!

 

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...

Ο τόπος ως βασικό εργαλείο ανάπτυξης. [Αλίκη Κατσαρού]

Ο τόπος, o κάθε τόπος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία γίνονται βιώματα και γονίδια για τους κατοίκους, και μαζί, προσελκύουν τους επισκέπτες και τους δημιουργούν αναμνήσεις ζωής. Για παράδειγμα, ως τόπος το Παρίσι, το οποίο είναι ο δημοφιλέστερος προορισμός παγκοσμίως, δημιουργεί αναμνήσεις ευρωπαϊκής αστικής εμπειρίας, με καλλιτεχνική, γαστρονομική, αρχιτεκτονική και κοινωνική εμπειρία «ζωής». Οι Μαλδίβες από την άλλη είναι συνυφασμένες με την απόλυτη ξεκούραση και χαλάρωση των αισθήσεων, την αποκοπή από όλα τα στρες του δυτικού πολιτισμού. Ενώ η Αθήνα σημαίνει καλοκαίρι, ξεκούραση, πολιτισμό και πρόσβαση στα νησιά του Αιγαίου. Η Κέρκυρα αλήθεια τι σημαίνει και τι θέλουμε να σημαίνει; Θέλοντας να δώσουμε ταυτότητα στον προορισμό Κέρκυρα, αυθόρμητα, χωρίς μελέτες, στατιστικά κλπ, αρκεί να δούμε πώς εμείς νιώθουμε για τον τόπο μας. Οπωσδήποτε δεν αισθανόμαστε την αυτοπεποίθηση των Παριζιάνων, ούτε όμως διαβιώνουμε ως υπηρέτες των πλουσίων παραθεριστών όπως οι Μαλδιβι...