Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καθρέφτης [Αφροδίτη Κουσουνή]

 Κοίταξε τον καθρέφτη χαμογελώντας. Ήταν εκείνο το συμφιλιωτικό χαμόγελο που είχε πραγματικά ανάγκη. Ίσως όσο και εκείνος που είχε συνηθίσει πια να τον λοιδορεί ασταμάτητα χρόνια και χρόνια. Τον κοίταξε σχεδόν ικετευτικά, λες και θα μπορούσε το άψυχο γυαλί να της συγχωρήσει τόσες δεκαετίες θυμωμένων βλεμμάτων, συγκαταβατικών άηχων κατηγορώ που βροντοφώναζαν τη σωρευμένη της απογοήτευση.

Στάθηκε ακίνητη. Κοίταξε μπροστά. Μάταια. Στα πίσω γυρόφερνε ο νους, τότε που η υπεροψία των νιάτων έμπαινε ανάμεσα σε εκείνη και τις μελλοντικές της ρυτίδες, αυτές που τώρα όργωναν το δέρμα της, γραμμή και γέλιο, γραμμή και δάκρυ, ανάκατα, όπως η ζωή η γλυκιά, η πικρή, η όμορφη, η άσχημη, η παμφάγα και αχόρταγη, η αδάμαστη…

Θυμήθηκε στιγμές λατρείας εμπρός του, ένας σάρκινος κύκλος γύρω από τη μέση της η ευτυχία της και εκείνη να τη ρουφά άπληστα με όπλο εκείνον, να τον τροφοδοτεί φως, να της το επιστρέφει εκείνος ως εικόνα, φωτογραφικό κλικ το ανοιγοκλείσιμο του ματιού, σπάραγμα θύμησης. Ρωγμή στη λήθη.

Θυμήθηκε και τις αναμετρήσεις τους. Παγωμένος και ασάλευτος εκείνος, ελπίδα καμιά για έλεος. Να τονίζει κάθε ατέλεια, μην ξεχαστεί και παρασυρθεί εκείνη στην αυταρέσκεια, ξεμπρόστιασμα και όποιος αντέξει. Δυνατά τα φώτα, αστραφτερό το γυαλί. Πώς να του κρυφτεί; Μόνο να του γυρίσει την πλάτη μπορούσε, μα εκείνος τη διαπερνούσε με την αλήθεια του. Ακόμη και έτσι. Και τότε έπιανε εκείνη να τον μαστιγώνει (εκείνον άραγε ή εκείνη;). Τον αναθεμάτιζε για αυτή του τη ευθύτητα. Δεν την άντεχε. Να σπάσει σε χιλιάδες κομματάκια του άξιζε, εφ’ αυτής το αίμα από τα σπασμένα γυαλιά, εφ’ αυτής και η κατάρα, την προτιμούσε από αυτήν την ειλικρίνεια του διασυρμού της μπροστά στα κλαμένα μάτια, τα βουτηγμένα στο ρίμελ που κατέρρεε σχηματίζοντας μαύρα ρυάκια στις γωνίες, εκεί που φώλιαζαν και οι ραγισματιές οι πιο βαθιές. Μετά από τέτοια ξεσπάσματα, έκανε μέρες να του απευθυνθεί. Τον προσπερνούσε αδιάφορα, σαν να μην υπήρχε, σαν να μην γράπωνε εκείνος έστω και φευγαλέα την εικόνα της, προκαλώντας την σε έναν ακόμη γύρο. Πώς το φαντάστηκε ότι θα μπορούσε ποτέ να νικήσει; (εκείνος άραγε ή εκείνη;).




Κάποιες φορές τον καλόπιανε. Είχε τόση ανάγκη να της φερθεί όμορφα… ήθελε μόνο μια νύχτα, μια μέρα, ένα πρωί, ένα δείπνο, ένα ραντεβού, μια έξοδο για χορό, ή ίσως και να πλύνει απλά τα δόντια της χωρίς επίκριση. Να της χαμογελάσει σαν να το πίστευε στ’ αλήθεια, να κάνει τον αδιάφορο μπροστά στις πρώτες άσπρες τρίχες στα μαλλιά της, να μην αναρωτηθεί για τη χλωμάδα στα μάγουλά της ή για τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Μια καλημέρα ή μια καληνύχτα χωρίς υπενθυμίσεις. Δύσκολα της έκανε εκείνος το χατίρι, δύσκολα υποχωρούσε και εκείνη, βαθιά ριζωμένη η λάθος ματιά, μοιρασμένα στα ίσια τα χαρτιά, δική της η επίκριση, δική του η αντανάκλαση.

Πέρασε πολύς καιρός που του κρατούσε μούτρα. Δεν τον μετρούσε πόσος (εκείνος άραγε ή εκείνη;). Εχθρικό το βλέμμα της, υποτιμητικό της ίδιας του της ύπαρξης, διεκπεραιωτικό, θαρρείς και ήταν εκείνος υποχρεωμένος να την υπηρετεί, κακιά μάγισσα εκείνη, μα στο δικό της παραμύθι εκείνος δεν ήταν μαγικός. Γλίτωνε έτσι και από τη φωνή του που πάσχιζε να μπει στο μυαλό της μα έκλεινε εκείνη κάθε χαραμάδα, λες και μπορούσε η αφελής να συγκρατήσει την επέλαση της βουβής υπενθύμισης…

Τη μέρα που αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της μαζί του, στήθηκε μπροστά του αποφασισμένη. Θα έβγαζε το άχτι της, θα του έλεγε όλα της τα παράπονα, θα τον αντιμετώπιζε με σθένος. Θα αγνοούσε τα χρόνια της που στοιβάζονταν γύρω του, περιμένοντας να τη χλευάσουν. Μαζί τους συμπαραταγμένα και τα λάθη της, βουνά ολόκληρα, σαν άπλυτα πιάτα στον νεροχύτη του χρόνου, έτοιμα να βγουν μπροστά, να της θυμίσουν την ύπαρξή τους, μόνη εκείνη μπροστά στο πλήθος τους, θα άντεχε; 

Τον κοίταξε διστακτικά στην αρχή, δήλωνε έτοιμη. 

Ήταν όμως; 

Πήρε μια βαθιά ανάσα και του την αντιγύρισε. Θάμπωσε ελαφρώς το γυαλί. 

Και ξαφνικά έβαλε εκείνη τα γέλια. Δυνατά, όπως δεν είχαν ακουστεί ποτέ. Και τα έβαλε και εκείνος. Και της αντιγύρισε το χαρούμενό της πρόσωπο, όπως δεν το είχε κάνει ποτέ. Και φύσηξε με το χνώτο της ξανά. Και στη θαμπάδα του γυαλιού ζωγράφισε ένα χαμόγελο. Και δεν του ξαναθύμωσε ποτέ. 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...

Ο τόπος ως βασικό εργαλείο ανάπτυξης. [Αλίκη Κατσαρού]

Ο τόπος, o κάθε τόπος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία γίνονται βιώματα και γονίδια για τους κατοίκους, και μαζί, προσελκύουν τους επισκέπτες και τους δημιουργούν αναμνήσεις ζωής. Για παράδειγμα, ως τόπος το Παρίσι, το οποίο είναι ο δημοφιλέστερος προορισμός παγκοσμίως, δημιουργεί αναμνήσεις ευρωπαϊκής αστικής εμπειρίας, με καλλιτεχνική, γαστρονομική, αρχιτεκτονική και κοινωνική εμπειρία «ζωής». Οι Μαλδίβες από την άλλη είναι συνυφασμένες με την απόλυτη ξεκούραση και χαλάρωση των αισθήσεων, την αποκοπή από όλα τα στρες του δυτικού πολιτισμού. Ενώ η Αθήνα σημαίνει καλοκαίρι, ξεκούραση, πολιτισμό και πρόσβαση στα νησιά του Αιγαίου. Η Κέρκυρα αλήθεια τι σημαίνει και τι θέλουμε να σημαίνει; Θέλοντας να δώσουμε ταυτότητα στον προορισμό Κέρκυρα, αυθόρμητα, χωρίς μελέτες, στατιστικά κλπ, αρκεί να δούμε πώς εμείς νιώθουμε για τον τόπο μας. Οπωσδήποτε δεν αισθανόμαστε την αυτοπεποίθηση των Παριζιάνων, ούτε όμως διαβιώνουμε ως υπηρέτες των πλουσίων παραθεριστών όπως οι Μαλδιβι...