Κοίταξε τον καθρέφτη χαμογελώντας. Ήταν εκείνο το συμφιλιωτικό χαμόγελο που είχε πραγματικά ανάγκη. Ίσως όσο και εκείνος που είχε συνηθίσει πια να τον λοιδορεί ασταμάτητα χρόνια και χρόνια. Τον κοίταξε σχεδόν ικετευτικά, λες και θα μπορούσε το άψυχο γυαλί να της συγχωρήσει τόσες δεκαετίες θυμωμένων βλεμμάτων, συγκαταβατικών άηχων κατηγορώ που βροντοφώναζαν τη σωρευμένη της απογοήτευση.
Στάθηκε ακίνητη.
Κοίταξε μπροστά. Μάταια. Στα πίσω γυρόφερνε ο νους, τότε που η υπεροψία των
νιάτων έμπαινε ανάμεσα σε εκείνη και τις μελλοντικές της ρυτίδες, αυτές που
τώρα όργωναν το δέρμα της, γραμμή και γέλιο, γραμμή και δάκρυ, ανάκατα, όπως η
ζωή η γλυκιά, η πικρή, η όμορφη, η άσχημη, η παμφάγα και αχόρταγη, η αδάμαστη…
Θυμήθηκε στιγμές
λατρείας εμπρός του, ένας σάρκινος κύκλος γύρω από τη μέση της η ευτυχία της
και εκείνη να τη ρουφά άπληστα με όπλο εκείνον, να τον τροφοδοτεί φως, να της
το επιστρέφει εκείνος ως εικόνα, φωτογραφικό κλικ το ανοιγοκλείσιμο του ματιού,
σπάραγμα θύμησης. Ρωγμή στη λήθη.
Θυμήθηκε και τις
αναμετρήσεις τους. Παγωμένος και ασάλευτος εκείνος, ελπίδα καμιά για έλεος. Να
τονίζει κάθε ατέλεια, μην ξεχαστεί και παρασυρθεί εκείνη στην αυταρέσκεια,
ξεμπρόστιασμα και όποιος αντέξει. Δυνατά τα φώτα, αστραφτερό το γυαλί. Πώς να
του κρυφτεί; Μόνο να του γυρίσει την πλάτη μπορούσε, μα εκείνος τη διαπερνούσε
με την αλήθεια του. Ακόμη και έτσι. Και τότε έπιανε εκείνη να τον μαστιγώνει
(εκείνον άραγε ή εκείνη;). Τον αναθεμάτιζε για αυτή του τη ευθύτητα. Δεν την
άντεχε. Να σπάσει σε χιλιάδες κομματάκια του άξιζε, εφ’ αυτής το αίμα από τα
σπασμένα γυαλιά, εφ’ αυτής και η κατάρα, την προτιμούσε από αυτήν την
ειλικρίνεια του διασυρμού της μπροστά στα κλαμένα μάτια, τα βουτηγμένα στο
ρίμελ που κατέρρεε σχηματίζοντας μαύρα ρυάκια στις γωνίες, εκεί που φώλιαζαν
και οι ραγισματιές οι πιο βαθιές. Μετά από τέτοια ξεσπάσματα, έκανε μέρες να
του απευθυνθεί. Τον προσπερνούσε αδιάφορα, σαν να μην υπήρχε, σαν να μην
γράπωνε εκείνος έστω και φευγαλέα την εικόνα της, προκαλώντας την σε έναν ακόμη
γύρο. Πώς το φαντάστηκε ότι θα μπορούσε ποτέ να νικήσει; (εκείνος άραγε ή
εκείνη;).
Κάποιες φορές τον
καλόπιανε. Είχε τόση ανάγκη να της φερθεί όμορφα… ήθελε μόνο μια νύχτα, μια
μέρα, ένα πρωί, ένα δείπνο, ένα ραντεβού, μια έξοδο για χορό, ή ίσως και να
πλύνει απλά τα δόντια της χωρίς επίκριση. Να της χαμογελάσει σαν να το πίστευε
στ’ αλήθεια, να κάνει τον αδιάφορο μπροστά στις πρώτες άσπρες τρίχες στα μαλλιά
της, να μην αναρωτηθεί για τη χλωμάδα στα μάγουλά της ή για τους μαύρους
κύκλους κάτω από τα μάτια της. Μια καλημέρα ή μια καληνύχτα χωρίς υπενθυμίσεις.
Δύσκολα της έκανε εκείνος το χατίρι, δύσκολα υποχωρούσε και εκείνη, βαθιά
ριζωμένη η λάθος ματιά, μοιρασμένα στα ίσια τα χαρτιά, δική της η επίκριση,
δική του η αντανάκλαση.
Πέρασε πολύς καιρός που
του κρατούσε μούτρα. Δεν τον μετρούσε πόσος (εκείνος άραγε ή εκείνη;). Εχθρικό
το βλέμμα της, υποτιμητικό της ίδιας του της ύπαρξης, διεκπεραιωτικό, θαρρείς
και ήταν εκείνος υποχρεωμένος να την υπηρετεί, κακιά μάγισσα εκείνη, μα στο
δικό της παραμύθι εκείνος δεν ήταν μαγικός. Γλίτωνε έτσι και από τη φωνή του
που πάσχιζε να μπει στο μυαλό της μα έκλεινε εκείνη κάθε χαραμάδα, λες και
μπορούσε η αφελής να συγκρατήσει την επέλαση της βουβής υπενθύμισης…
Τη μέρα που αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της μαζί του, στήθηκε μπροστά του αποφασισμένη. Θα έβγαζε το άχτι της, θα του έλεγε όλα της τα παράπονα, θα τον αντιμετώπιζε με σθένος. Θα αγνοούσε τα χρόνια της που στοιβάζονταν γύρω του, περιμένοντας να τη χλευάσουν. Μαζί τους συμπαραταγμένα και τα λάθη της, βουνά ολόκληρα, σαν άπλυτα πιάτα στον νεροχύτη του χρόνου, έτοιμα να βγουν μπροστά, να της θυμίσουν την ύπαρξή τους, μόνη εκείνη μπροστά στο πλήθος τους, θα άντεχε;
Τον κοίταξε διστακτικά στην αρχή, δήλωνε έτοιμη.
Ήταν όμως;
Πήρε μια βαθιά ανάσα και του την αντιγύρισε. Θάμπωσε ελαφρώς το γυαλί.
Και ξαφνικά έβαλε εκείνη τα γέλια. Δυνατά, όπως δεν είχαν ακουστεί ποτέ. Και τα έβαλε και εκείνος. Και της αντιγύρισε το χαρούμενό της πρόσωπο, όπως δεν το είχε κάνει ποτέ. Και φύσηξε με το χνώτο της ξανά. Και στη θαμπάδα του γυαλιού ζωγράφισε ένα χαμόγελο. Και δεν του ξαναθύμωσε ποτέ.