Το μικρό αεροπλάνο προσγειώθηκε ομαλά στο αεροδρόμιο της Σύρου. Η αποβίβαση δε θύμιζε τίποτα από την κατάσταση που επικρατεί στα μεγάλα αεροδρόμια με τους ελέγχους που εισβάλλουν στον προσωπικό χώρο και τη διάθεση.
Όλα τώρα ήταν πιο ήρεμα, η όμορφη διαμονή ξεκινούσε από το
πρώτο λεπτό της άφιξης.
Ο άντρας είχε επιστρέψει μαζί με τη γυναίκα του, στη Σύρο για να αναστηλώσουν το εγκαταλειμμένο του πατρικό, στον πιο όμορφο δρόμο του χωριού του, τον γεμάτο γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια, ασβεστωμένους τοίχους, παράθυρα με κεντητές κουρτίνες και χαρούμενες καλημέρες, όχι απαραίτητα ελληνικές. Αυτός ήταν ένας λόγος άλλωστε που επέστρεφε, να μην ακούγονται ξενόφωνες καλημέρες μέσα από τις μικρές του πατρίδες, τα δωμάτια των παιδικών του χρόνων.
Η γυναίκα βρισκόταν εδώ για πρώτη φορά. Για να στηρίξει το
όνειρό του, αλλά πρώτα για να το πιστέψει.
Τον άφησε να μιλά με τους εργάτες και εκείνη γύρναγε γύρω από
το σπίτι, μπαινόβγαινε από τις δυο πόρτες, ανέβαινε τα σκαλοπάτια, προσπαθούσε
να κάνει εικόνα τη μεταμόρφωση του ερειπιώνα σε μια εικόνα Pinterest από αυτές που χάζευε για να
ξεκουράσει τα άγχη της κάθε μέρας στη μεγάλη πόλη. Ανέβηκε την ανηφόρα στο
πλαϊνό δρομάκι και περιεργαζόταν από έξω το κελάρι, στεκόταν εκεί για ώρα
προσπαθώντας να το κάνει κάτι –αρχιτεκτονικά εννοώντας. Όπως κοιτούσε τα
περίπου αρχαία αντικείμενα, τα παροπλισμένα από τη σκληράδα της μοναξιάς και
του καιρού, η ματιά της στράφηκε σε
εκείνον. Μιλούσε με μια γυναίκα. Ψηλή, λεπτή, μαυροντυμένη, γριά και μαζί νέα.
Αερικό.
Το αερικό γύρισε και την κοίταξε.
Τον ρώτησε «είναι η Μαίρη;».
Τότε ήταν με την Μαίρη. Τότε που γνωρίστηκαν. Τότε που δεν
ήθελε τη Μαίρη και ήθελε αυτήν που δεν ήταν ακόμα αερικό. Που τα μαλλιά της
ξανθά και απαλά έπεφταν πάνω στην τέλεια μύτη και έκαναν ίσκιο στα ζουμερά
χαμογελαστά της χείλη. Τότε που της τα σήκωνε για να βλέπει τον ψηλό λαιμό της
με την τέλεια επιδερμίδα. Τότε που τα πόδια της ατέλειωτα, απλώνονταν πάνω του
και τα χάιδευε σαν πολύτιμα μετάξια, που τύλιγαν την ύπαρξή του ως το ξημέρωμα.
Τότε που την κατέβαζε στη Χώρα με τη μηχανή του και την κοιτούσε να ανεβαίνει
τα σκαλιά της μεγάλης πλατείας Μιαούλη, σαν αιλουροειδές που ήθελε να το
φυλακίσει για να μην το βλέπει κανείς
άλλος. Τότε που οι αφροί του Αιγαίου έβρεχαν τα μαρμαρένια στήθη της, κι αυτός
τη θαύμαζε χωρίς να την αγγίζει, απλωμένη
κάτω από τη σκιά ενός πεύκου. Τότε είδε μια ακόμα σκιά. Στα μάτια της.
Εκείνος άφησε τη Μαίρη. Μα εκείνη άφηνε λίγο-λίγο τον κόσμο.
Καμιά φορά η αρρώστια έρχεται σαν σκιά. Έτσι ήρθε, και στο νέο απόκοσμο παρόν
της, εκείνος δεν είχε τρόπους να την βρει, ούτε να τη φέρει πίσω. Και δεν ήθελε.
Ένα γραφείο, πολλές δουλειές και οι φωτισμένοι δρόμοι της Αθήνας τα βράδια ήταν
η δική του πραγματικότητα. Εκείνη
έφευγε, γινόταν άλλη, γινόταν αερικό μέσα στους αέρηδες του Αιγαίου. Κάποιες
φορές την επισκεπτόταν, ξημέρωνε μαζί της. Και τότε έβλεπε τη σκιά να απλώνεται
πιο μεγάλη στα άσπρα της σεντόνια με το φως της ημέρας.
«Δεν είναι η Μαίρη, είναι η νέα μου γυναίκα»
«Γεια σας» είπε η γυναίκα, το αερικό πρότεινε ένα λεπτό
φινετσάτο χέρι και είπε στη γυναίκα «Χαίρω πολύ, έχετε όμορφη οδοντοστοιχία,
εγώ πρέπει να φτιάξω τη δική μου». Μέσα από τα χείλη που παρέμεναν πανέμορφα,
μια συστάδα σάπια δόντια μαρτυρούσε τις σκιές που όριζαν την ύπαρξή της. Και
όμως, με το μαύρο παντελόνι, τις μαύρες μπότες και το στενό μαύρο μπλουζάκι,
ξεγελούσε τις σκιές και έμοιαζε με μια αριστοκράτισσα λίγο πριν την
ιππασία. Σε έκανε να ξεχνάς ότι η θερμοκρασία ήταν πολύ υψηλή για μπότες, σε
έκανε να ξεχνάς τον χρόνο, τον τόπο. Κυριαρχούσε στο ξέξασπρο δρομάκι το μαύρο
αερικό, και μετά διηγήθηκε στον άντρα και τη γυναίκα μια αλλόκοτη ιστορία φαντασίας και
πραγματικότητας. Μόλις τέλειωσε, είπε «γεια» και χάθηκε μέσα στα σοκάκια του χωριού.
Ο άντρας αναρωτήθηκε μέσα του αν το αερικό θυμόταν την
ιστορία τους, τώρα πια.
Η γυναίκα αναρωτιόταν μέσα της, αν το αερικό ήταν η σχέση που
της είχε διηγηθεί ο άντρας, χωρίς λεπτομέρειες παρά μόνον με την κατακλείδα «τρελάθηκε».
Οι εργάτες συνέχισαν τη δουλειά τους. Ο άντρας συνέχισε τους
υπολογισμούς. Η γυναίκα συνέχισε να φαντάζεται το σπίτι ολοκληρωμένο. Το βράδυ
στο ξενοδοχείο δεν τον ρώτησε για το αερικό. Μόνον εκείνος κάποια στιγμή είπε
ότι το πιο άσκημο πράγμα μετά τον πόλεμο είναι η αρρώστια που δε γιατρεύεται. Δεν
του απάντησε, παρά μόνον συλλογίστηκε ότι ο Καραγάτσης εδώ στη Σύρα τέτοια
αερικά έκανε μούσες κι έγραφε τις μαγείες του.