Χθες βράδυ ήταν Σάββατο βράδυ. Το μικρό μου παιδί, η κόρη μου, σχεδόν 17, πήγε για clubbing.
Στην ηλικία της ξεκίνησα κι εγώ να πηγαίνω στα club. Στην ηλικία της συνέβη ακόμα κάτι πιο σημαντικό, ερωτεύτηκα! Αλλά το θέμα μας, χθες που ήταν Σάββατο και μάλιστα Σαββατόβραδο δεν είναι ο πρώτος μου (αξέχαστος ομολογώ) έρωτας, ούτε εγώ, είναι η κόρη μου κι εγώ.
Από το απόγευμα το
σπίτι μύριζε σαπουνόφουσκα, φρεσκάδα και αδημονία. Εδώ ρίμελ, εκεί κραγιόν, εκεί
μπούκλες να σκορπίζουν το άρωμά τους. Το μαύρο μικρό φουστάνι από το εφηβικό
ρουχάδικο πήρε σχήμα γυναίκας, τελευταία στιγμή θυμήθηκε ότι χρειαζόταν και τακούνια,
ευτυχώς έχουμε σχεδόν ίδιο νούμερο, τα βολέψαμε.
Όταν εμφανίστηκε έτοιμη
μπροστά μου, ήμουν ήδη ξαπλωμένη, εξαντλημένη από μια δύσκολη μέρα, με ένα
χαλαρωτικό ρόφημα στο κομοδίνο. Έλαμψε το δωμάτιο. Η λάμψη των νιάτων δε
συγκρίνεται με καμία άλλη στον κόσμο. Αδιαμφισβήτητη αλήθεια! Όσο καταλάβαινε
τον ενθουσιασμό μου, η μικρή μου θεά, τόσο τα μαγουλάκια της σχημάτιζαν ροζ
κορόμηλα από τα χαμόγελα. Ναι, την θαύμαζα.
Και τότε της είπα,
-Μήπως να έβαζες και
ένα ζευγάρι κρίκους, είναι τώρα πια στη μόδα;
-Είναι πάντα στη μόδα
μαμά οι κρίκοι.
Λες και μας περίμεναν,
οι μεγάλοι ασημένιοι κρίκοι που φορούσα στην ηλικία της και για πολλά - πολλά
χρόνια σε κάθε μου έξοδο, τόσο που έγιναν σήμα κατατεθέν, ήταν πάνω- πάνω στη
θήκη με τα κοσμήματα.
Μαύροι και θαμποί από
την αχρησία.
Πετάχτηκα από το
κρεβάτι, βρήκα το SILVO, τους έκανα καινούργιους, τους φόρεσε, έλαμψε κι άλλο το παιδί μου, κι
εγώ γύρισα στα χρόνια της αθωότητας, της ομορφιάς, της ξεγνοιασιάς. Στα χρόνια
που με ένα μαύρο φουστάνι τα καλοκαίρια, και με ένα θεόστενο τζιν τους χειμώνες
πάντα με κρίκους στα αυτιά, ξενυχτούσα στα κλαμπ της εποχής, στα μπουζούκια κι
όπου μου άρεσε πιο πολύ χωρίς καμία μέριμνα για το αύριο. Με μόνο στόχο τη
χαρά. Πόσο ευγνώμων είμαι για αυτά τα χρόνια. Αλλά και πάλι το θέμα δεν είμαι
εγώ. Το θέμα είναι η κόρη μου κι εγώ.
Όταν λοιπόν φόρεσε τους
κρίκους που μας περίμεναν ή μάλλον που την περίμεναν στη θήκη, ένιωσα τόσο
τεράστια, απέραντη, απερίγραπτη χαρά.
Κι αυτή η χαρά ήταν ο
θρίαμβος της πιο μεγάλης αγάπης του κόσμου. Της αγάπης που θέλει το παιδί σου
πιο όμορφο, πιο ικανό, πιο πλούσιο, πιο γνωστικό, πιο καλό άνθρωπο από σένα.
Της αγάπης που σε κάνει μάνα , και πατέρα φυσικά, του συναισθήματος που με πάθος
επιθυμεί τα παιδιά σου να σε ξεπεράσουν πολλά- πολλά χιλιόμετρα. Που θες να
τους δώσεις ό, τι έχεις, όχι μόνο τα σύμβολα των νιάτων σου, αλλά και την ψυχή
σου, και την καρδιά σου την αληθινή με όλες τις αρτηρίες και τους χτύπους, αυτήν
που θα έδινες αν απαιτούταν για μεταμόσχευση, χωρίς μισή σκέψη.
Δεν ξέρω αν για τις
γυναίκες είναι πιο δύσκολο από τους άντρες, δεν ξέρω σε τι επίπεδα
ανεβοκατεβαίνουν οι κλίμακες του ναρκισσισμού, ούτε ποια πεδία -ομορφιά, χρήμα,
τίτλοι, επιτυχία- ζυγίζουν τον χρόνο.
Ξέρω ότι εγώ, μια
κοπέλα που πάντα μου άρεσε να αρέσω, χθες βράδυ πέρασα πιο όμορφα από όλες τις
εξόδους της ζωής μου, περιμένοντας την κόρη μου ξημερώματα από το κλαμπ. Ξέρω
ότι ήμασταν και οι δυο καταχαρούμενες, εγώ περισσότερο, ήμουν ευτυχισμένη, η
αγάπη της μάνας είχε ροκανίσει όλα τα ανθρώπινα, τα είχε κάνει μια χαψιά, τι
χρόνος, τι φθορά, τι υποχρεώσεις και άγχος, τίποτα. Ευτυχία. Αυτό μάλλον σημαίνει
μάνα, να αποτραβιέσαι στην άκρη σου, να λάμπεις που είναι η σειρά τους τώρα να
λάμπουν, των σπλάχνων σου, αυτό, έτσι απλό και υπέροχο!