Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μη φοβάσαι αγάπη μου [Τατιάνα Σπίγγου]

Εμφανίστηκε ξανά μετά από τόσα χρόνια. Νόμιζε ότι την είχε ξεχάσει. Όμως όχι, είχε γυρίσει ξανά για να την παιδέψει

Τις τελευταίες μέρες τον σκεφτόταν πολύ. Είχε ένα κακό προαίσθημα. Και να που σήμερα επιβεβαιώθηκε. Όταν γύρισε το βράδυ στο σπίτι από τη δουλειά, στο μικρό διαμέρισμα της στην Καλλιθέα, τον βρήκε εκεί , καθισμένο στον καναπέ να την περιμένει.

Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει. Δεν έπρεπε να δείξει ότι φοβάται. Θα έκανε μια προσπάθεια να μιλήσει μαζί του, να τον παρακαλέσει να φύγει από τη ζωή της και να μην εμφανιστεί ξανά. Της είχε πάρει χρόνια να συμβιβαστεί με την ύπαρξή του, με το γεγονός ότι είχε παίξει τόσο καταστροφικό ρόλο στη ζωή της και πάνω που είχε μάθει να ζει όπως λίγο πολύ όλος ο κόσμος, εμφανιζόταν ξανά. Για να τη διαλύσει για μια ακόμη φορά.


Στάθηκε όρθια απέναντι του. Αυτός καθιστός την κοιτούσε. Χαμογελούσε αινιγματικά.

«Γιατί ξανάρθες;» του είπε τελικά. Εκείνος συνέχισε να την κοιτάει χωρίς να μιλά. Άρχισε να θυμώνει. «Γιατί ξανάρθες; Δεν σου είχα πει να εξαφανιστείς; Δεν σου φτάνει το κακό που μου έκανες; Τι άλλο θέλεις από τη ζωή μου;»

Όσο εκείνος την κοιτούσε χωρίς να μιλά, τόσο εκείνη θύμωνε. Ο θυμός της πια είχε γίνει μεγαλύτερος από το φόβο της. Πήγε στο χολ, άνοιξε την εξώπορτα και γυρίζοντας αποφασιστικά στο σαλόνι τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε όρθιο. Εκείνος δεν αντιστάθηκε. Μόνο συνέχισε να χαμογελάει. Κοιτάζονταν στα μάτια τώρα, κοντός όπως ήταν. «Φύγε, σε παρακαλώ. Δεν σε θέλω στη ζωή μου. Φύγε» Εκείνος τις χάιδεψε το μάγουλο και ανέλπιστα, έκανε μεταβολή προς την εξώπορτα και έφυγε

Έτρεξε ξωπίσω του και έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Γύρισε το κλειδί δυο φορές και έβαλε την κλειδαριά ασφαλείας. Μετά έσπρωξε το βαρύ έπιπλο του χωλ και το έβαλε πίσω από την πόρτα.

Είχε γλιτώσει. Κοίταξε ολόγυρα της. Το σπίτι ήταν όπως το είχε αφήσει. Δεν είχε πειράξει τίποτα. Ίσως να ήταν τυχερή αυτή τη φορά. Ίσως να έφευγε για πάντα από τη ζωή της.

Έτρεμε. Πήγε στην κουζίνα, γέμισε ένα ποτήρι νερό και ήπιε ένα χάπι. Είχε μέρες να πιεί.

Γύρισε στο σαλόνι, άναψε όλα τα φώτα και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω νευρικά. Είχε φύγει στ’ αλήθεια άραγε; Μήπως ήταν κάτω στο δρόμο και την περίμενε;

Πήγε πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα και αφουγκράστηκε. Από το δρόμο έφτανε η συνηθισμένη κίνηση. Αμάξια που περνούσαν, κάποιες μακρινές ομιλίες, σε κάποιο σπίτι έπαιζε μουσική. Θα έβγαινε να δει, να σιγουρευεί ότι δεν της είχε στήσει καρτέρι.

Άνοιξε τα παράθυρα αποφασιστικά και βγήκε στο μικρό μπαλκόνι.

Και τότε τον είδε. Ήταν εκει, ακουμπισμένος στα κάγκελα, την κοίταζε και χαμογελούσε.

Όχι, όχι, δεν ήταν δυνατόν. Πότε θα τελείωνε επιτέλους αυτός ο εφιάλτης; Έπρεπε κάτι να κάνει, να τον εξαφανίσει από τη ζωή της

Να τον σκοτώσει!

Έτρεξε πίσω στην κουζίνα, πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι, βγήκε ξανά στο μπαλκόνι και όρμησε καταπάνω του. Το μυαλό της είχε θολώσει αλλά ο θυμός και ο φόβος της έδιναν δύναμη. Σήκωσε το μαχαίρι και το κάρφωσε στο στήθος του. Το 'νιωσε να χώνεται στο λιπόσαρκο σώμα του. Το τράβηξε με δύναμη και έχωσε ξανά και ξανά και ξανά. Αυτός στεκόταν ακόμη όρθιος. Έσκυψε, τον έπιασε με δύναμη από τα πόδια και τον πέταξε από τα κάγκελα κάτω.΄

Έσκυψε να δει. Ήταν εκεί, μπρούμητα, στη μέση του δρόμου. Ένα φορτηγό ερχόταν με φόρα. Πέρασε από πάνω του. Ένιωσε το μαχαίρι στο χέρι της και γύρισε να το κοιτάξει παραξενεμένη. Είχε σκοτώσει. Ξανά. Αλλά δεν την ένοιαζε. Δεν μετάνιωνε και δεν λυπόταν. Θα τα εξηγούσε όλα στην αστυνομία, θα καταλάβαιναν. Είχε γλιτώσει.

Τότε στη μέση του δρόμου κάτι άρχισε να κουνιέται. Το σώμα του που ήταν πριν ασάλευτο, τώρα περιστρεφόταν και κουνιόταν σαν από σπασμούς.Με φρίκη τον είδε να έρχεται σιγά σιγά στα τέσσερα, κι ύστερα αργά να σηκώνεται όρθιος. Γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε. Μετά, σήκωσε το ένα του χέρι, τέντωσε το δάχτυλο με το μεγάλο νύχι και έδειξε προς μέρος της. Θεέ μου, ήταν ακόμη ζωντανός. Γελούσε, ναι, γελουσε.

Πέταξε κάτω το μαχαίρι.Τρελαμένη από το φόβο, σήκωσε μια βαριά γλάστρα και την πέταξε. Αστόχησε. Η γλάστρα έπεσε με δύναμη στο παρκαρισμένο αμάξι σπάζοντας το μπροστινό τζάμι με θόρυβο. Κάποιοι περαστικοί σταμάτησαν και κοίταζαν.

Έτρεξε μέσα στο σαλόνι, άνοιξε διάπλατα τα παραθυρόφυλλα και άρχισε να εκσφενδονίζει ό,τι έβρισκε. Βάζα, καρέκλες, το μικρό τραπεζάκι, τα πέταγε με δύναμη να τον πετύχει. Ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό της. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν ολότελα άδειο. Δεν είχε τι άλλο να πετάξει. Με υπεράνθρωπη δύναμη, έσπρωξε μέχρι τα κάγκελα το στρογγυλό ξύλινο τραπέζι και το πέταξε κι αυτό από κάτω.

Κόσμος είχε μαζευτεί. Δεν μπορεί, κάποιος θα τον έπιανε, κάποιος θα τη βοηθούσε. Κι όμως όχι. Αυτός εξακολουθούσε να στέκεται στο δρόμο και να την κοιτά γελώντας. Άρπαξε μια ακόμη γλάστρα και την εκσφενδόνισε καταπάνω του.

«Τι κάνεις;» της φώναξε μια κοπέλα από κάτω. «Γιατί πετάς πράγματα;»

Ω, θεέ μου, δεν τον έβλεπαν. «Δεν βλέπεις τι είναι από πίσω σου; Δεν βλέπεις;» ούρλιαξε. Όχι, δεν έβλεπε. Είχε κάνει το καλύτερο του κόλπο. Είχε γίνει αόρατος για τους άλλους.

Δεν θα γλίτωνε ποτέ. Έσκυψε αργά και έπιασε ξανά το μαχαίρι. Έριξε μια τελευταία ματιά στο δρόμο, το σήκωσε ψηλά και το έμπηξε με δύναμη στην κοιλιά της.

Έπεσε εκεί, στα κρύα πλακάκια του μπαλκονιού. Ένιωθε το αίμα της ζεστό να απλώνεται γύρω της κι ένιωσε γαλήνη. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε το τέλος.

Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Το σώμα της κοιτόταν αδύναμο και το μυαλό της ήταν βαρύ, αλλά ακόμη λειτουργούσε. Έβαλε δύναμη και άνοιξε τα μάτια, για τελευταία φορά

Αυτός ήταν εκεί, σκυμμένος πλάι της. Τα μαύρα του κέρατα γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού. Την κοίταξε έντονα με τα κόκκινα μάτια του, έσκυψε πιο κοντά της και της ψιθύρισε: «Μη φοβάσαι αγάπη μου. Ο μπαμπάς είναι εδώ».

Ξεψύχησε με τρόμο.




20 χρόνια πριν...

Η πόρτα έτριξε απαλά με εκείνο το γνωστό ήχο που είχε μάθει να φοβάται κάθε βράδυ.

Το σκοτάδι έκρυβε τη μορφή του αλλά τον ένιωσε που ερχόταν κοντά της. Σε λίγο θα σήκωνε τα σκεπάσματα και θα ξάπλωνε δίπλα της.

Χαμογέλασε όσο σκέφτηκε την έκπληξη που τον περίμενε. Έσφιξε το μαχαίρι στο δεξί της χέρι και ένιωσε σιγουριά.

Ήταν δεκατεσσάρων χρονών κι οι επισκέψεις του γίνονταν από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Ένιωθε άσχημα, όμως δεν ήξερε τι να κάνει. Φοβόταν να το πει στη μάνα της. Φοβόταν εκείνον.

Θυμόταν εκείνη την Κυριακή που είχαν πάει μαζί στην εκκλησία. Την κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Απαλά την έσπρωξε μπροστά από μια τοιχογραφία. Απεικόνιζε το διάβολο ,να παλεύει με τους αγγέλους. Ήταν μια μορφή φοβερή, μαυριδερή και αποστεωμένη, με χέρια που τελείωναν σε μακριά δάχτυλα με σουβλερά νύχια . Κέρατα φύτρωναν στο κεφάλι του και μια ουρά κρεμόταν .

«Αυτός είμαι» της ψιθύρισε ο πατριός της. «Ο σατανάς. Έχω δύναμη. Πολλή. Δεν πρέπει να πεις πουθενά ότι έρχομαι κοντά σου το βράδυ, γιατί θα έρθω και θα σε πάρω στην κόλαση. Στις φλόγες».

Ο τρόμος της ήταν τόσο απόλυτος που για χρόνια δεν διανοήθηκε να πει τίποτα σε κανέναν. Σηκωνόταν το πρωί και ζούσε με το φόβο της νύχτας που ερχόταν. Τον έκρυβε καλά όμως το φόβο της και κανένας δεν καταλάβαινε τίποτα. Ούτε η μάνα της. Όλοι έλεγαν τι ήσυχο και καλό κορίτσι ήταν.

Όμως τώρα είχε μεγαλώσει. Είχε αρχίσει να ακούει ράδιο και να διαβάζει. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει το τέρας που την μεγάλωσε. Κι είχε αποφασίσει να τα φανερώσει όλα.

Πρώτα πήγε στον παπα Κώστα. Ήταν καλός μαζί της πάντα και πάντα της μίλαγε, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι την βασάνιζε. Ο παπάς την έβαλε στο ιερό και τη σκέπασε με το πετραχήλι. Του τα είπε όλα, με ντροπή. Είδε το πρόσωπό του να συγκλονίζεται και να σκληραίνει, μετά να την κοιτά με συμπόνια. Της μίλησε, της εξήγησε. Την έκανε να καταλάβει ότι εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα. Την είπε ότι ο πατριός της ήταν ένας εγκληματίας και θα πήγαινε φυλακή.

«Πήγαινε και πες τα στη μάνα σου. Τώρα. Και θα δω κι εγώ τι θα κάνω»

Γύρισε σπίτι. Η μάνα της ήταν εκεί. Τα αδέλφια της έλειπαν.Έλειπε κι εκείνος.

Της τα είπε όλα. Ανακουφισμένη. Της έκρυψε μόνο την κουβέντα της με τον παπα Κώστα.

Όμως αυτό που έγινε δεν το περίμενε. Το πρόσωπό της μάνας της γέμισε με οργή. Όρμησε κατά πάνω της και άρχισε να τη χτυπάει όπου έβρισκε. «Ψεύτρα» της φώναζε. «Μην τολμήσεις να πεις αυτά τα ψέματα πουθενά, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Ο πατέρας σου σε αγαπάει, γι αυτό έρχεται τα βράδια κοντά σου. Εισαι τρελή. Τρελή!»

Έτρεξε και κλειδώθηκε στο δωμάτιο της και με μιας κατάλαβε ότι η μάνα της ήξερε. Όλα αυτά τα χρόνια ήξερε και δε μίλαγε. Δεν θα την πίστευε κανένας. Δεν θα γλίτωνε ποτέ. Η ζωή της θα τέλειωνε μέσα σ’ εκείνο το σπίτι

Πήρε την απόφαση της. Όταν νύχτωσε, γλίστρησε  σιγά στην κουζίνα και πήρε το μαχαίρι. Από το διπλανό δωμάτιο άκουγε τη μάνα της κι εκείνον να μιλούν.

Ανέβηκε ξανά πάνω. Ξάπλωσε και περίμενε. Όταν τελικά ήρθε, του κάρφωσε το μαχαίρι με δύναμη στην κοιλιά. Τον ένιωσε να πέφτει με φόρα πάνω της. Για τελευταία φορά.



Εφημερίδα Ελευθεροτυπία

Μια συγκλονιστική ιστορία αποκαλύφθηκε χτες στο χωριο Παναγιά, λίγες μέρες μετά το φονικό, όταν η δεκατετράχρονη Μ.Σ. σκότωσε τον πατριό της μαχαιρώνοντας τον. Φαίνεται ότι η Μ  δεχόταν σεξουαλική κακοποίηση από τα τέσσερα χρόνια της, όταν ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας άρχισε να μένει στο ίδιο σπίτι. Ακόμη τραγικότερη κάνει την ιστορία το γεγονός ότι η μητέρα φαίνεται να γνώριζε για την κακοποιση που υφίστατο  η ίδια της η κόρη από τον πατριό-τέρας και δεν μιλούσε. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, στο τμήμα που μεταφέρθηκε για ανάκριση θρηνούσε το θάνατό του και τον υπερασπιζόταν ενώ για την κόρη της υποστήριζε ότι είχε βαριά ψυχολογικά προβλήματα. Σύμφωνα με ανεπίσημες πληροφορίες,  ο ιερέας του χωριού είχε μόλις χτες καταγγείλει το γεγονός, αφού λίγες ώρες πριν του το είχε εκμυστηρευτεί η δεκατετράχρονη.

Η δεκατετράχρονη  που φαίνεται ότι αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα λόγω της μακροχρόνιας κακοποίησης, ενώ είχε αρχικά εγκλειστεί σε φυλακές ανηλίκων, μεταφέρθηκε σήμερα στο ψυχιατρικό νοσοκομείο όπου σύμφωνα με πληροφορίες θα παραμείνει για μακροχρόνια θεραπεία.

 



 

 

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη