Αγαπώ το παλιό αυτοκίνητο του μπαμπά μου που μας έπαιρνε κυριακάτικες εκδρομές στις εξοχές, και το γρήγορο κρις-κραφτ του, που έσκιζε το Ιόνιο και όταν μπαίναμε στα λιμανάκια, μας έμαθε να ρίχνουμε άγκυρα, να δένουμε και να λύνουμε με ταχύτητα. Μπορεί και να ήταν μάθημα ζωής η ταχύτητα των κινήσεων τη σημαντική στιγμή του «εδώ αράζω» και του «τώρα φεύγω».
Αγαπώ τη ζεστασιά του σπιτιού που γεννήθηκα, τα έπιπλά του,
τις ομιλίες των ανθρώπων του. Αναπολώ τα χρώματα των χαλιών, τη μυρωδιά του
καθημερινού φαγητού από την κουζίνα και τους ήχους της πόλης το ξημέρωμα που
άρχιζε η ζωή. Νομίζω ακόμα πως θα μπω στον διάδρομο, θα σταθώ σε μια καρέκλα
δίπλα από το πορτ-μαντώ με το κρεμασμένο καπέλο του παππού μου, ότι θα ανοίξει η
πόρτα του δωματίου του, και θα τον δω να μου χαμογελάει με λατρεία.
Αγαπώ την αγκαλιά του αγαπημένου μου θείου και τα γέλια μας, τη
λεπτή ειρωνεία του χιούμορ του, τα χέρια του τα γεμάτα δώρα, και την έγνοια του
για μένα μοιρασμένη με θαυμασμό, ναι θαυμασμό.
Αγαπώ τις μνήμες των διασκεδάσεων, κι εκείνες των δακρύων των γεμάτων ματαίωση και θυμό.
Τις μνήμες των πρώτων ραντεβού.
Τις μνήμες των στιγμών που δημιούργησαν παντοτινές φιλίες.
Αγαπώ τις μνήμες των πληγών της πιο μεγάλης απόρριψης που
μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος και τις κοιτάω με ικανοποίηση έτσι που τις
συρρίκνωσα, διαλέγοντας την αγάπη και το φως.
Αγαπώ τις μνήμες που το πάθος είχε πρώτο ρόλο, τότε που κατάλαβα
γιατί ο άνθρωπος έφτασε στο φεγγάρι εκτός από να το κοιτάει αποχαυνωμένος.
Αγαπώ ακόμη και τις μνήμες που η απελπισία του θανάτου
αγαπημένων ανθρώπων μου έμαθε τη λέξη φρίκη.
Αγαπώ τις μνήμες μου όσο αγαπώ τη ζωή, ακόμα και αυτές τις
απωθημένες που οι δαίμονες ανακαλούν πού και πού, χρήσιμες είναι πολύ χρήσιμες.
Πιστεύω φανατικά πως ό, τι είμαστε, γίναμε. Ότι είμαστε το
άθροισμα των βιωμάτων μας που μπήκε με θράσος στα ήδη θρασύτατα γονίδιά μας, τα
μετάλλαξε στο μέγιστο, και δημιούργησε το σύγχρονο Εγώ μας. Το οποίο και αυτό,
από καιρού εις καιρόν μεταλλάσσεται. Ποτέ βέβαια τόσο έντονα όσο κατά την
ηλικία που πιπιλάμε, μπουσουλάμε και περπατάμε με αστάθεια κοιτώντας τον κόσμο
των μεγάλων με την πιο οξυμένη όραση και ακοή έμβιου όντος.
Αγαπώ τη μνήμη, είναι ιερή όσο και η ιστορία.
Έτσι μου φαίνεται τεράστια σαχλαμάρα η μοντέρνα επιταγή της
αμνησίας του παρελθόντος και ακόμα πιο τεράστια η προσποίηση κάποιων ανθρώπων
που εφευρίσκουν τη νέα τους περσόνα, την εκπέμπουσα μόνο θετική ενέργεια, χωρίς
καμία κακή ανάμνηση, με αποκλειστικότητα στο παρόν το γεμάτο χαρές και γέλια. Με
κάθε γέλιο τέτοιων ανθρώπων, αισθάνομαι πως οι σκελετοί στη ντουλάπα τους
τρίζουν ενοχλημένοι κι αυτό μου φαίνεται τρομαχτικό. Και επικίνδυνο.
Τρομαχτικό και επικίνδυνο είναι και το άλλο φαινόμενο των
καιρών, η συλλογική απώλεια μνήμης, που όταν παίρνει μεγάλες διαστάσεις,
εθνικές ας πούμε, τρομάζει και την ιστορία. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Παραμένοντας στις προσωπικές μνήμες, που γίνονται κύτταρα, τις αγαπώ κι έτσι πιστεύω ότι το πιο άξιο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να φτιάχνει
τις καλύτερες. Και το ακόμα πιο άξιο είναι αυτό που μπορεί να κάνει ο γονιός,
από την ημέρα που γίνεται γονιός και για πάντα. Να είναι τέτοιος που το παιδί
του όποτε τον θυμάται, να χαμογελάει.