Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αγαπώ τη μνήμη [Αλίκη Κατσαρού]

Αγαπώ το παλιό αυτοκίνητο του μπαμπά μου που μας έπαιρνε κυριακάτικες εκδρομές στις εξοχές, και το γρήγορο κρις-κραφτ του, που έσκιζε το Ιόνιο και όταν μπαίναμε στα λιμανάκια, μας έμαθε να ρίχνουμε άγκυρα, να δένουμε και να λύνουμε με ταχύτητα. Μπορεί και να ήταν  μάθημα ζωής η ταχύτητα των κινήσεων τη σημαντική στιγμή του «εδώ αράζω» και του «τώρα φεύγω».

Αγαπώ τη ζεστασιά του σπιτιού που γεννήθηκα, τα έπιπλά του, τις ομιλίες των ανθρώπων του. Αναπολώ τα χρώματα των χαλιών, τη μυρωδιά του καθημερινού φαγητού από την κουζίνα και τους ήχους της πόλης το ξημέρωμα που άρχιζε η ζωή. Νομίζω ακόμα πως θα μπω στον διάδρομο, θα σταθώ σε μια καρέκλα δίπλα από το πορτ-μαντώ με το κρεμασμένο καπέλο του παππού μου, ότι θα ανοίξει η πόρτα του δωματίου του, και θα τον δω να μου χαμογελάει με λατρεία.

Αγαπώ την αγκαλιά του αγαπημένου μου θείου και τα γέλια μας, τη λεπτή ειρωνεία του χιούμορ του, τα χέρια του τα γεμάτα δώρα, και την έγνοια του για μένα μοιρασμένη με θαυμασμό, ναι θαυμασμό.




Αγαπώ τις μνήμες των διασκεδάσεων, κι εκείνες των δακρύων των γεμάτων ματαίωση και θυμό.

Τις μνήμες των πρώτων ραντεβού.

Τις μνήμες των στιγμών που δημιούργησαν παντοτινές φιλίες.

Αγαπώ τις μνήμες των πληγών της πιο μεγάλης απόρριψης που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος και τις κοιτάω με ικανοποίηση έτσι που τις συρρίκνωσα, διαλέγοντας την αγάπη και το φως.

Αγαπώ τις μνήμες που το πάθος είχε πρώτο ρόλο, τότε που κατάλαβα γιατί ο άνθρωπος έφτασε στο φεγγάρι εκτός από να το κοιτάει αποχαυνωμένος.

Αγαπώ ακόμη και τις μνήμες που η απελπισία του θανάτου αγαπημένων ανθρώπων μου έμαθε τη λέξη φρίκη.

Αγαπώ τις μνήμες μου όσο αγαπώ τη ζωή, ακόμα και αυτές τις απωθημένες που οι δαίμονες ανακαλούν πού και πού, χρήσιμες είναι πολύ χρήσιμες.

Πιστεύω φανατικά πως ό, τι είμαστε, γίναμε. Ότι είμαστε το άθροισμα των βιωμάτων μας που μπήκε με θράσος στα ήδη θρασύτατα γονίδιά μας, τα μετάλλαξε στο μέγιστο, και δημιούργησε το σύγχρονο Εγώ μας. Το οποίο και αυτό, από καιρού εις καιρόν μεταλλάσσεται. Ποτέ βέβαια τόσο έντονα όσο κατά την ηλικία που πιπιλάμε, μπουσουλάμε και περπατάμε με αστάθεια κοιτώντας τον κόσμο των μεγάλων με την πιο οξυμένη όραση και ακοή έμβιου όντος.

Αγαπώ τη μνήμη, είναι ιερή όσο και η ιστορία.

Έτσι μου φαίνεται τεράστια σαχλαμάρα η μοντέρνα επιταγή της αμνησίας του παρελθόντος και ακόμα πιο τεράστια η προσποίηση κάποιων ανθρώπων που εφευρίσκουν τη νέα τους περσόνα, την εκπέμπουσα μόνο θετική ενέργεια, χωρίς καμία κακή ανάμνηση, με αποκλειστικότητα στο παρόν το γεμάτο χαρές και γέλια. Με κάθε γέλιο τέτοιων ανθρώπων, αισθάνομαι πως οι σκελετοί στη ντουλάπα τους τρίζουν ενοχλημένοι κι αυτό μου φαίνεται τρομαχτικό. Και επικίνδυνο.

Τρομαχτικό και επικίνδυνο είναι και το άλλο φαινόμενο των καιρών, η συλλογική απώλεια μνήμης, που όταν παίρνει μεγάλες διαστάσεις, εθνικές ας πούμε, τρομάζει και την ιστορία. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Παραμένοντας στις προσωπικές μνήμες, που γίνονται κύτταρα, τις αγαπώ κι έτσι  πιστεύω ότι το πιο άξιο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να φτιάχνει τις καλύτερες. Και το ακόμα πιο άξιο είναι αυτό που μπορεί να κάνει ο γονιός, από την ημέρα που γίνεται γονιός και για πάντα. Να είναι τέτοιος που το παιδί του όποτε τον θυμάται, να χαμογελάει.

 

 

 

 

 

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...