Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ένα μικρό λαμπρό θαύμα [Αλίκη Κατσαρού]

Η καφετιέρα εκπνέει τον μυρωδάτο της αχνό, τα κουλουράκια βανίλια του συνοικιακού φούρνου γλυκαίνουν κι άλλο το κυριακάτικο πρωινό και το χαμόγελό του ψελλίζει καλημέρα πριν τις λέξεις. Τα παιδιά ακόμα κοιμούνται. Όταν είναι και τα δυο εδώ, τώρα που μεγάλωσαν, μοιάζει με γιορτή, ο καιρός συνηγορεί σε εκδρομή στο χωριό – άνεμοι βορειοδυτικοί μέτριας έντασης με αραιές νεφώσεις.

Κοιτάω έξω αμίλητη. Όλο και πιο αμίλητη γίνομαι όσο περνούν τα χρόνια. Είναι που έχω πολλά να πω, γι’ αυτό.


Κοιτάω τις τσιμεντένιες πολυκατοικίες, αυτές που ασχήμυναν την Ελλάδα για πάντα, ευτυχώς ανάμεσά τους στέκουν υπερήφανα δυο παλιά σπίτια διατηρημένα, με τα ωχρά κεραμίδια και τα ψηλά παράθυρα. Και στα άσχημα και στα όμορφα σπίτια, και στα μεγάλα, και στα μικρά, στα ανακαινισμένα και τα παλιοκαιρισμένα, σε όλα ζουν άνθρωποι.

Ζουν οικογένειες σαν της διαφήμισης γιαουρτιού κι άλλες αποδεκατισμένες. Ζουν ωραίες κυρίες, επιτυχημένοι κύριοι, θλιβεροί άνεργοι. Εφησυχασμένοι εισοδηματίες, πατριάρχες και επαναστάτες. Ζουν αδέλφια που γέρασαν μαζί, ζουν θυμωμένοι έφηβοι, μοναχικοί γέροι, φτωχοί φοιτητές, ποιητές και αλήτες. Άνθρωποι, άνθρωποι.

Κι εγώ μια από αυτούς, σιωπηλή σε μια επαρχιακή κουζίνα με κάτι μεγάλες αγάπες εδώ κοντά μου και άλλες αγάπες παραέξω στα δικά τους σπίτια, αλλά αγάπες. Αγάπες.

Αν μιλώ πιο λίγο είναι γιατί πια δίνω χώρο και χρόνο και πίστη και ό, τι έχω μόνον στις αγάπες. Κι έτσι νιώθω σιγουριά. Ακουμπώντας απαλά στους ανθρώπους που με αγαπούν. Σε εκείνους που μου χαρίζουν ενέργεια, ασφάλεια, χαρά. Που δε μου αφαιρούν ύψος, ούτε χαμόγελο.

Αλήθεια, αν ήξερα πώς σου ρουφούν τη δύναμη, σαν βαμπίρ με καλαμάκι οικολογικό, χάρτινο για πρόσχημα καλής θελήσεως, οι άνθρωποι που δεν είναι αγάπες, που δεν μπορούν να είναι, λες και έχουν αναπηρία εκ γενετής στο συναίσθημα, θα είχα τρέξει το σπριντ της ζωής μου, χρόνια τώρα.
Ένας φίλος βέβαια, μου είπε ότι υπάρχουν άνθρωποι που φθάνουν 70 ετών για να το καταλάβουν και να ξεκόψουν, και τότε είναι πένθος, πένθος μιας ζωής. Επομένως, εντάξει, μάλλον τα κατάφερα.

Σιωπηλή, σε μια επαρχιακή κουζίνα κοιτώ τα ξένα παράθυρα των ξένων ανθρώπων και έχω μια όρεξη τρελή, να βγω μες στη συννεφιά και να αστράψω φωνάζοντας Ε! άνθρωποι, όποιοι κι αν είστε, ό, τι κι αν κάνετε, φτωχοί, πλούσιοι, γέροι, νέοι, μαζί και μόνοι, θα είστε καλά και θα τα κάνετε όλα καλά αν αποφασίσετε να αφαιρέσετε για πάντα από τη ζωή σας αυτούς που δε σας αγαπούν. Και να το κάνετε ουσιαστικά, αληθινό διωγμό, εξοστρακισμό, ούτε νέα τους να μαθαίνετε – να αρνείστε, να μην τους ξέρετε, κι ας βρίσκονται κοντά. Να είναι ανύπαρκτοι γιατί απλά, δεν τους θέλετε.
Σας το ορκίζομαι, γίνεται και είναι θαυμάσιο.
Κάτι πιο πολύ, θαύμα!
Ένα μικρό, λαμπρό θαύμα!

(*στη φωτογραφία ένα λουλουδάκι από το μπαλκόνι μας) 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...

Ο τόπος ως βασικό εργαλείο ανάπτυξης. [Αλίκη Κατσαρού]

Ο τόπος, o κάθε τόπος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία γίνονται βιώματα και γονίδια για τους κατοίκους, και μαζί, προσελκύουν τους επισκέπτες και τους δημιουργούν αναμνήσεις ζωής. Για παράδειγμα, ως τόπος το Παρίσι, το οποίο είναι ο δημοφιλέστερος προορισμός παγκοσμίως, δημιουργεί αναμνήσεις ευρωπαϊκής αστικής εμπειρίας, με καλλιτεχνική, γαστρονομική, αρχιτεκτονική και κοινωνική εμπειρία «ζωής». Οι Μαλδίβες από την άλλη είναι συνυφασμένες με την απόλυτη ξεκούραση και χαλάρωση των αισθήσεων, την αποκοπή από όλα τα στρες του δυτικού πολιτισμού. Ενώ η Αθήνα σημαίνει καλοκαίρι, ξεκούραση, πολιτισμό και πρόσβαση στα νησιά του Αιγαίου. Η Κέρκυρα αλήθεια τι σημαίνει και τι θέλουμε να σημαίνει; Θέλοντας να δώσουμε ταυτότητα στον προορισμό Κέρκυρα, αυθόρμητα, χωρίς μελέτες, στατιστικά κλπ, αρκεί να δούμε πώς εμείς νιώθουμε για τον τόπο μας. Οπωσδήποτε δεν αισθανόμαστε την αυτοπεποίθηση των Παριζιάνων, ούτε όμως διαβιώνουμε ως υπηρέτες των πλουσίων παραθεριστών όπως οι Μαλδιβι...