Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.
Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε,
για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση.
Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες
αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν.
Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της
γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα,
τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και
περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους.
Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο
Kerkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από
την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα
απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακόμα και το πρόσωπο ενός από τους ιδιοκτήτες. Τα καταστήματα, όπως το ΕΥΡΩΠΗ και του Πετρίδη που άνοιγαν μόνον τακτικές
ώρες. Θυμάμαι και το Club Mediterrane που μας καλούσαν κάθε 14 Ιουλίου, γιατί η γιαγιά μου ήταν
φίλη με τη διεύθυνση ή κάτι τέτοιο. Βραδινές μνήμες δεν έχω σαν παιδί παρά
μόνον τα δροσερά, άσπρα σεντόνια που αγκάλιαζαν το ηλιοκαμένο μου δέρμα, για το
οποίο ο παππούς έλεγε «έχεις το χρώμα της υγείας». Φαίνεται πως ήμουν πάντα πολύ κουρασμένη και κοιμόμουν νωρίς.
Από τα νεανικά χρόνια, θυμάμαι διασκέδαση,
πολλή διασκέδαση, το Chippi Chippie, τη θρυλική Coca, και τη βελούδινη φωνή του
Τζιλιάνου στην Εκάτη. Και τον Παπαθεμελή που μας έκοψε τη χαρά στη μέση ενός
καλοκαιριού.
Μέσα από τις αναμνήσεις μου, από μερικές
φωτογραφίες και από τους φίλους που τα μοιραστήκαμε, αγάπησε κι ο Μάνος την Κέρκυρα. Όπως είπαμε άλλωστε, αγαπάμε τα ωραία και η Κέρκυρα είναι ωραία. Έτσι, φέτος ήρθαμε με μεγάλη λαχτάρα, μετά από μια πενταετία που δεν την λες και θαυμάσια…
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο νέο αεροδρόμιο
που μιμείται αρκετά πειστικά τα σύγχρονα αεροδρόμια του κόσμου αλλά νομίζω ότι
έχει ακόμα μέλλον. Κουρασμένοι από τις δουλειές μας και τις
εκκρεμότητες που κλείσαμε πριν πάμε στο νησί, φθάσαμε στο σπίτι αργά το απόγευμα με το νοικιασμένο μας αμάξι. Βράδιασε πολύ γρήγορα κι
εμείς ρουφήξαμε το φεγγάρι που απλωνόταν στη θάλασσα σαν ασημαλοιφή, την αύρα
του Ιονίου με τη γνώριμη υγρασία που ω! πόσο μας είχε λείψει και ακόμα ρουφήξαμε
τους εαυτούς μας στα ίδια άσπρα σεντόνια που αγκάλιαζαν το παιδικό μου
ηλιοκαμένο δέρμα και τα ανάλαφρα όνειρα της νιότης μου. Πόση ευτυχία σε μια
γωνιά της Μεσογείου που καταλαμβάνει εκ γενετής τη μισή μου καρδιά.
Όπως συμβαίνει συνήθως, ο Μάνος άφησε σε μένα
το πρόγραμμα κι εγώ με ζήλο ξεκίνησα να σχεδιάζω.
Φυσικά θα αρχίζαμε τις διακοπές μας από τη λατρεμένη μου πόλη! Έτσι την επόμενη ημέρα, Τετάρτη νομίζω ήταν, έκλεισα τραπέζι για το βράδυ σε ένα εστιατόριο που μου πρότειναν στην πιο εμβληματική πλατεία της πόλης, την Πλατεία Δημαρχείου. Φύγαμε από το σπίτι στις 7 μμ για μια βόλτα πριν το φαγητό.
Λίγο μετά το ξεκίνημα, νόμισα πως μπροστά μας είχε συμβεί κάποιο
ατύχημα, τόσο τρομερό ήταν το κυκλοφοριακό. Αλλά όχι, όπως μας πληροφόρησαν μετά, έτσι
είναι τα πράγματα και μάλιστα όχι μόνο το καλοκαίρι.
«Εμβολιασμένοι» από τους δρόμους της Αθήνας, το ξεπεράσαμε. Στην
αργή αυτή διαδρομή εγώ ξαφνικά καταχάρηκα! Γιατί σιγουρεύτηκα ότι κάτι καταπληκτικό συμβαίνει στο νησί μου. Μάλλον το είχαν επισκεφθεί
όλοι οι πρωθυπουργοί της Ευρώπης ή κάποιος πολύ σημαντικός βασιλικός γάμος
γινόταν αυτές τις ημέρες. Λιμουζίνες και βαν, όλα μαύρα, γυαλιστερά, με χρυσές
κορώνες, με πομπώδη λογότυπα, αριστοκρατικά σύμβολα και σχεδόν πάντα με τη λέξη Luxury ή Royal κυκλοφορούσαν ανά
δεκάδες. Κοίτα τι συμβαίνει στην Κέρκυρα, είπα στον Μάνο. Όλη η αφρόκρεμα του
κόσμου εδώ είναι, προφανώς για κάποιο μεγάλο γεγονός! Δεν κατάλαβα το
ειρωνικό του χαμόγελο…
Φθάνοντας με μεγάλη καθυστέρηση στην πόλη,
υπήρχε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, η στάθμευση. Το λύσαμε παρκάροντας αρκετά
μακριά σε ένα ιδιωτικό πάρκιγκ και περπατήσαμε προς το ιστορικό κέντρο.
Περιδιαβαίνοντας την ραχοκοκαλιά της πόλης, την οδό Νικηφόρου Θεοτόκη, η εικόνα της τουριστικής ατμόσφαιρας
ήταν εντελώς γνώριμη, άρα και αγαπημένη αλλά έμοιαζε ότι είχε πολλαπλασιαστεί σε
όγκο, γεγονός που δημιουργούσε έναν ημιπανικό σχεδόν σε όλους. Φθάνοντας στο
ύψος της Πλακάδας του Αγίου, μιας ιστορικής συνοικιακής πλατείας, κάτι άρχιζε
για πρώτη φορά να με ενοχλεί. Όχι απλά κάτι, όπως φάνηκε. Όλο το σκηνικό, η φάση πώς
το λένε, ήταν απόκοσμη… Στο νησί της μουσικής, όπου ακουγόταν όπερα και πάλι όπερα στην
πόλη, αδιάλειπτα από το 1730 έως το 1943 οπότε βομβαρδίστηκε το Δημοτικό Θέατρο, τώρα τα αυτιά μας
λεηλατούσαν λαϊκοί ελληνικοί σκοποί, ενώ είχε στηθεί κάτι σαν σύγχρονο πανηγύρι με χορό
και παλαμάκια.
Τότε μου συνέβη μια σύγχυση και νόμιζα ότι
ήμουν στην Πελοπόννησο ή στην Κρήτη και ταυτόχρονα προσπαθούσα να συνδέσω τις
μαύρες λιμουζίνες και τον βασιλικό γάμο με τα ρεμπέτικα και τις λαϊκές
φορεσιές. Η αλήθεια είναι ότι τα χρειάστηκα, ώσπου ο Μάνος με τράβηξε από το
χέρι και ανηφορήσαμε για το εστιατόριο.
Προχωρώντας, τα σανδάλια μου κολλούσαν κάθε τόσο στο πλακόστρωτο. Πράγμα φυσικό σκέφτηκα, τέτοιες μέρες πέφτουν παγωτά και αναψυκτικά, πού να προλάβει ο δήμος να
καθαρίσει... Το προσπέρασα. Αλλά δε φανταζόμουν ότι θα έπρεπε να κάνω πολλές ακόμα
προσπεράσεις έως και χορευτικές φιγούρες πάνω από παστιτσάδες, καρπάτσια και
σεβίτσε για να φτάσω στο τραπέζι μου. Η
πρόσβαση ήταν δύσκολη. Πώς να περάσεις από μια πλατεία που μόνον το 1/3 του
δημόσιου χώρου είναι ελεύθερο;
Φθάσαμε στο τραπέζι μας με επιτυχία, αποφεύγοντας επιμελώς κάθε ατύχημα Αλλά επειδή όπως είπαμε και πάλι, μας αρέσουν τα ωραία,
για τον ίδιο λόγο μας ανησυχούν πολύ τα άσχημα. Έτσι, καθήμενοι στο τραπέζι
μας, παρατηρήσαμε ότι στο κέντρο περίπου της ιστορικής πλατείας που κάποτε κυριαρχούσε ο Βενετός Βάιλος, τον οποίο ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος εχθρευόταν, της πλατείας που οι Κερκυραίοι
συνωστίζονταν για να ακούσουν η Flora Morabilis του Σπύρου Σαμάρα στο λυρικό θέατρο San Giacomo, της πλατείας που
επισκέφθηκαν ηγέτες της Ευρώπης κατά την
ιστορική σύνοδο Κορυφής του 1994, της πλατείας που τρώγαμε καλαμπόκι στα
σκαλοπάτια ενώ οι ηλικιωμένοι διάβαζαν την εφημερίδα τους στο παγκάκι, στο κέντρο αυτής της πλατείας, κάποιο από τα στριμωγμένα εστιατόρια είχε στήσει έναν μίνι
σκουπιδο- αποθηκότοπο. Κόκκινα και μπλε κασόνια μαναβικής, κάδοι, μαύρες
σακούλες και κιβώτια ήταν στημένα πίσω από ένα κακοφτιαγμένο παραβάν και τις
γιούκες που φύτεψε κάποτε ο δήμος, για καλαισθησία…
Άλλαξα θέση. Δεν μπορούσα να ανεχτώ το θέαμα
και επέλεξα να βλέπω τοίχο και τον αγαπημένο μου που χαμογελούσε συγκαταβατικά.
Παραγγείλαμε σε νεαρούς σερβιτόρους με ενοχλητικά επιτηδευμένη ευγένεια και
ξύλινο λεξιλόγιο. Σε μια έκλαμψη νοσταλγίας, αναπόλησα τους σερβιτόρους των
παλιών εστιατορίων που επιβάλλονταν με την ευγένειά τους, προφανώς
ικανοποιημένοι από την αμοιβή τους και τις συνθήκες της εργασίας τους.
Με δυο γενναίες γουλιές κρασί, χαλάρωσα, αλλά μόνο προσωρινά. Μια λατέρνα πρώτη και μια φωνακλάδικη καντάδα δεύτερη, με τάραξε. Όπως και
οι τιμές του καταλόγου. Είμαι λάτρης της καλής κουζίνας, και μπορώ να κάνω
μεγάλη οικονομία για να φάω σε ένα καλό εστιατόριο αλλά θα πρέπει να μην
κολλάει το πλακόστρωτο, να μην βλέπω καταφανώς τον δημόσιο χώρο να
καταπατείται, και οπωσδήποτε να μην υπάρχουν στο περιβάλλον κάδοι, κασόνια και
λοιπά βοηθητικά μέσα, σε κοινή θέα...
Οι επόμενες μέρες ήταν και δεν ήταν όμορφες.
Η αλήθεια είναι ότι η Κέρκυρα πάντα βρίσκει
τρόπο να σε αποζημιώνει. Πέφτεις σε πέντε λακούβες στο οδόστρωμα, αλλά βουτάς σε άλλες
δεκαπέντε ομορφιές, που σε ξελογιάζουν πάλι και πάλι. Αδύναμος, όπως κάθε
ερωτευμένος, στο τέλος προσκυνάς τους φίνους αστραγάλους της μούσας.
Είναι και το σπίτι, είναι κι ο Μάνος, είναι
κι οι μνήμες, οι δικές μου και των αιώνων που έχουν γράψει στις κολώνες, στα
μουριόνια, στα τείχη ιστορίες πολύ grande. Είναι τα χρώματα,
μια ελαφριά υπεροψία και μαζί μια βαθιά, ανελέητη αυθεντικότητα που
ξεχειλίζουν τα μουράγια, τα χωριά, τα κεραμίδια και οι μυρωδιές.
Θα επιζήσουν, ο τίτλος ευγενείας, η αστική
χάρη και η αυθόρμητη γοητεία της υπαίθρου, θα τα καταφέρουν στο τέλος. Αλλά
τώρα βασανίζονται από έναν ακατέργαστο νεοελληνισμό και ιντσταγκραμισμό που θολώνει
τα αυθεντικά χρώματα της μοναδικής, αγαπημένης μας Κέρκυρας...
Με αγάπη,
Γιάννα.