Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Μαντμαζέλ [Αλίκη Κατσαρού]

 


Όταν μπήκε στο μεγάλο φωτεινό σπίτι του κέντρου, τους έκανε εντύπωση. Μαλλιά αδύναμα, μάγουλα που έμπαιναν μέσα, ύφος θλιμμένο. Αλλά μιλούσε καλά γαλλικά και την κράτησαν.



Είχε μεγαλώσει στις Καθολικές Καλόγριες της πόλης που δίδασκαν γαλλικά, έτσι παρότι ορφανή και πάμπτωχη απέκτησε τα εφόδια της διαβίωσής της.

Με τα γαλλικά ντάντεψε τον μεγάλο αδελφό, ο οποίος μάλιστα έκανε μετεκπαίδευση στο Παρίσι αργότερα, τη μικρή αδελφή και τα παιδιά της. Και μετά από αυτά άλλη μια ντουζίνα παιδιά οικογενειών που χρειάζονταν έμπιστη βοηθό συν τη χρήσιμη γλώσσα των σαλονιών και της διπλωματίας για τα παιδιά τους. Άσχετα εάν δεν έγιναν διπλωμάτες, ούτε σε μεγάλα σαλόνια βρίσκονται σήμερα τα περισσότερα.

Παιδαγωγική μέθοδος τίποτα το σπουδαίο. Δεν μπορούσες άλλωστε να περιμένεις πολλά από έναν άνθρωπο που μεγάλωσε σε σκληρές και φτωχικές συνθήκες χωρίς άλλα ερεθίσματα.  Όλα πάντως τα παιδιά ήταν αρκετά χαρούμενα μαζί της. Ήταν ας πούμε η good enough νταντά κατά το good enough mother του Winnicott.

Τα φρόντιζε όλα με παρόμοιο τρόπο. Βόλτα στο πάρκο, στάση στα παγκάκια της μεγάλης λεωφόρου όπου έπιανε κουβέντα με γνωστούς της κι αυτά έπαιζαν, τηγανητές πατάτες το βράδυ, όχι πολλά λόγια αλλά μόνο γαλλικά αυτά τα λίγα. Τα Σάββατα τους έλεγε με στόμφο ότι πάει στο «κόρο» στο Ντόμο, δηλαδή στη χορωδία του Καθολικού Καθεδρικού Ναού της πόλης κι αυτά ένιωθαν ένα δέος τόσο για τον κόρο όσο και για τον Ντόμο, χωρίς να γνωρίζουν μάλλον περί τίνος επρόκειτο.

Αυτό όμως που γνώριζαν καλά και περίμεναν κάθε χρόνο με αδημονία ήταν το Πρεζέμπιο. Η εντυπωσιακή φάτνη των Καθολικών που τα πήγαινε τις παραμονές των Χριστουγέννων. Αυτά μαγεύονταν, αυτή καμάρωνε!

Τα χρόνια πέρναγαν παρόμοια όπως η εργασία της, χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές. Μεγάλωναν τα παιδιά, μεγάλωνε κι αυτή. Μια φορά κάτι ακούστηκε για έναν έρωτα με έναν Γάλλο, Ελληνογάλλο- δεν υπήρξε σαφής διευκρίνιση. Όπως φαίνεται ναυάγησε το ειδύλλιο.

Μόνη έζησε αλλά ευτυχώς στην Ελλάδα κανείς σχεδόν δεν γερνάει και δεν πεθαίνει μόνος, τουλάχιστον τη δεκαετία του 1990 που έφυγε εκείνη. Είχε την αδελφή της, αλληλογέρασαν, έμοιαζαν κι αγαπιόντουσαν.

Η κηδεία της ήταν ταπεινή σαν την ίδια, μια τελετή απλή, ίσως με έναν «κόρο», δεν μπορώ να θυμηθώ, αλλά θυμάμαι έναν λιτό σταυρό στο χώμα και το δικό μου αντίο στα παιδικά μου χρόνια που εκείνη συμβόλιζε μαζί με άλλους μου λατρεμένους, που για δες έφυγαν την ίδια χρονιά...

Έτσι μόνη που έφυγε, που λίγοι θα την αναφέρουν, με αφορμή το Πρεζέμπιο που συζητήθηκε αυτές τις ημέρες στο Facebook με φίλους Κερκυραίους, την μνημόνευσα.

Μαντμαζέλ θα την θυμηθούν οι περισσότεροι, για μένα ήταν η Νενέ.

 

 


 

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρ