Η Αλίκη ήταν 21 χρονών όταν από τα
ψηλά παράθυρα του πατρικού της είδε την οροφή του δημοτικού θεάτρου της πόλης
να καίγεται από την εμπρηστική βόμβα των Γερμανών. Έκλεισε τις βαριές κουρτίνες
που λες και το βάρος τους κάθισε για πάντα στην καρδιά της και δεν έπαψε μέχρι το
1995 που έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, να μιλά για το θέατρο που
αντικαταστάθηκε από ένα εξάμβλωμα. Καμία φορά έλεγε και έκτρωμα.
Η ζωή της Αλίκης που γεννήθηκε το
1922 στην καρδιά της Κέρκυρας θα μπορούσε να είναι και το βραχύβιο story της ζωής και του
θανάτου της αστικής τάξης στην Ελλάδα.
Η ελληνική αστική τάξη δεν είναι μια
τάξη που άκμασε στην Αθήνα αλλά στη Σύρο, την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη
και τα Επτάνησα. Η Κέρκυρα ήταν μια από τις καρδιές αιμοδοτούσαν τον ελληνικό αστικό
πολιτισμό πριν ο λαϊκισμός, η αμορφωσιά και ο νεοπλουτισμός τον αλώσουν. Μοιάζει
ότι το τελειωτικό χτύπημα στην αστική τάξη και τον πολιτισμό της δόθηκε τη
δεκαετία του 1980 και έτσι αυτή «η τάξη πέθανε πριν καν ζήσει». «Χαμένη τάξη»
την βαφτίζει ο Δήμου στο ομώνυμο βιβλίο του.
Η αρχιτεκτονική, η Τέχνη, τα οικιακά
αντικείμενα, τα έπιπλα παραμένουν σε κάποια κερκυραϊκά σπίτια μάρτυρες του
ρόγχου της. Τη χαμένη τάξη αποτελούσαν άνθρωποι που πρώτο τους μέλημα ήταν η
μόρφωση και η ικανοποίηση από συνήθειες όπως ο αθλητισμός και η Τέχνη. Την
χαρακτήριζε η γενναιοδωρία και η κομψότητα. Τίποτα κραυγαλέο, τίποτα
προσποιητό. Η φυσικότητα και η άνεση ήταν τα συλλογικά της χαρακτηριστικά.
Η φράση «δεν είναι της τάξεως μας» δε
θα χρησιμοποιούταν ποτέ από τους πραγματικούς αστούς, αντιθέτως κυριάρχησε σε
τάξεις μικροαστών, διορισμένων υπαλλήλων που η μαύρη συντήρησή τους, κράτησε
πίσω ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Οι αστοί ήταν λαρτζ. Ήταν
προοδευτικοί. Ήταν οι θεμελιωτές του σημερινού δυτικού πολιτισμού, που «είτε μας
αρέσει είτε όχι είναι ο ζωντανός πολιτισμός του ανθρώπου. […] Αυτός που συμπεριέλαβε
παλιούς πολιτισμούς και εξωτικές μορφές και τέλος αγκάλιασε όλη τη γη. Ο μετα-αστικός».
Όσο για τους θνησιγενείς Έλληνες
αστούς, η Ελλάδα τους οφείλει πολλά. Άλλωστε οι πραγματικοί ευεργέτες της πατρίδας
μας από αυτή την τάξη προέρχονταν και ουδεμία σχέση είχαν με κάτι σημερινά ψιλά
με τα οποία ελεούν μερικοί μερικούς και ονομάζονται, άκουσον -άκουσον,
ευεργέτες…
Η Αλίκη λοιπόν γνώρισε μια Κέρκυρα όπου η λόγια μουσική ήταν το πιο συνηθισμένο άκουσμα. Που η ανεπιτήδευτη ευγένεια όπως το να κάνεις στην άκρη για να περάσει μια μαμά με το καρότσι, να μιλάς στον πληθυντικό στους αγνώστους, να λες ευχαριστώ και συγγνώμη ήταν το φυσιολογικό. Που τίποτα δεν ήταν κραυγαλέο. Που τα πεζοδρόμια ήταν καθαρά. Που η κοινωνική ζωή είχε κανόνες. Που η ευπρέπεια δεν είχε δώσει τη θέση της στη χυδαιότητα.
Γνώρισε μια Κέρκυρα με την
υπερηφάνεια που χαρίζει στους τόπους η ισχυρή εντόπια οικονομία, η βιοτεχνική
και βιομηχανική δραστηριότητα, το εμπόριο και η καλλιέργεια της γης.
Αρχείο Χρήστου Πέτρου (πηγή διαδίκτυο) |
Παράλληλα υπήρχε και η άλλη Κέρκυρα, της
υπαίθρου. Η Κέρκυρα του λαϊκού κόσμου, με τον δικό της ατόφιο, αγνό πολιτισμό, τις
παραδόσεις της, την κουζίνα της, το λεξιλόγιό της και τη μουσική της.
Αποτελούταν κυρίως από αγρότες που διαβίωναν από τη γη μετά τον αγροτικό νόμο
των αρχών του αιώνα που έδωσε πνοή ζωής στον αγροτικό κόσμο.
Ακόμα και στα πρώτα χρόνια της άνθισης
του Τουρισμού, που η Αλίκη σχετιζόταν φιλικά με επιχειρηματίες της νέας αυτής δραστηριότητας,
η αστική ταυτότητα της Κέρκυρας, όπως και η παράλληλα λαϊκή, διατηρούνταν
ατόφια.
Ήταν περίπου στο 1980 που συνέβη το
έμφραγμα. Και της Αλίκης και της Κέρκυρας. Το πρώτο δεν έχει σημασία παρά μόνο
για μένα που ήταν η λατρεμένη μου γιαγιά. Το δεύτερο όμως τεράστια!
Έμφραγμα κοινωνικό, πολιτισμικό και
οικονομικό.
Όλα άρχισαν να μπερδεύονται μεταξύ τους,
το λαϊκό έγινε φολκλόρ και το αστικό έγινε νεόπλουτο. Μια αμερινακοβλαχομπαρόκ
κουλτούρα άρχισε σιγά – σιγά να απλώνεται ώσπου επικράτησε.
Μετά από δυο δεκαετίες σταδιακής αλλοίωσης
της ταυτότητάς της, το 2000 το παγκόσμιο περιβάλλον επέτεινε το έμφραγμα.
Μια δεκαετία αργότερα, η οικονομική
κρίση αντί να διδάξει, μιζέριασε τον τόπο που πια είχε αποκτήσει άλλες αξίες
από την οικονομία του ρουμς του λετ και του τζατζίκι-σουβλάκι-συρτάκι.
Και φτάσαμε ως πόλη και ως νησί να έχουμε
απωλέσει ταυτότητα, πολιτισμό και ουσία… Φτάσαμε να εκφράζουμε την ύπαρξή μας μέσα
από τα πλαστικά λουλούδια της κερκυραϊκής στολής made in China, που περιφέρεται
στα καντούνια της πόλης μας. Αλήθεια, από πού κι ως πού η παραδοσιακή στολή υπάρχει
στη πόλη; Από όταν υπάρχουν και οι δίμετροι μπότηδες του Μεγάλου Σαββάτου είναι
η απάντηση.
Αυτή η Αλίκη που με δίδαξε πολλά, με
δίδαξε και τούτο: την υπερηφάνεια.
Η Κέρκυρα, την υπερηφάνειά της για να
την ξανακερδίσει δεν αρκεί να αναστηλώσει το παλιό δημοτικό θέατρο ή να φτιάξει
το καινούργιο.
Οφείλει να ενσκύψει πάνω στις αξίες και
στις περγαμηνές της. Στις αξίες του αστικού πολιτισμού της αλλά και του λαϊκού,
ανά περιοχή. Στη γνώση της ιστορίας της. Στη στήριξη της ταυτότητάς της. Στη
χρήση της τεχνολογίας προς όφελός της.
Και ακόμα, στην άρνηση της αμερικανιάς,
στην αντίσταση στο εύκολο και στη συνείδηση ότι η μακροβιότητα της οικονομίας της
μπορεί να στηριχθεί μόνο σε κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες. Όλα τα άλλα θα
καούν όπως ένα συνθετικό ύφασμα που αποδομείται με το πέρασμα του χρόνου.
Οι Κερκυραίοι, είχαμε πάντα σκαλιστά
ασημικά, και κεντητά πεσελιά. Ας τα βρούμε ξανά.