Βρέθηκα στην αγαπημένη μου πόλη προ ημερών για ένα επαγγελματικό ραντεβού.
Η
αγαπημένη μου πόλη είναι η Αθήνα, οι δικοί μου το ξέρουν, όπως και ότι στα
σύντομα ταξίδια στην Αθήνα ρουφάω την πόλη όσο πιο βαθιά στα πνευμόνια μου
μπορώ αγνοώντας τα περί καυσαερίου, ρύπων κλπ, όπως κάνει κάθε εθισμένος αδιαφορώντας
για τους κινδύνους.
Το
θέμα μας όμως δεν είναι η αγαπημένη μου Αθήνα.
Είναι
άλλο.
Έκλεισα
για τη μοναδική βραδιά της παραμονής μου ένα μονόκλινο στο κέντρο, πιο κέντρο
δε γίνεται, σε ξενοδοχείο πόλης τεσσάρων αστέρων.
Ήρθε
η πολυπόθητη ώρα του check in που
έχει γίνει πλέον 15:00 (με check out 10:00, δλδ ούτε 24 ώρες για όσους μένουμε μόνον ένα βράδυ
κάπου).
Πληρώνω
καλόπιστα την κράτηση στη ρεσεψιόν, πριν δω το δωμάτιο και ανεβαίνω στον
τέταρτο.
Και
μπαίνω.
Και
μένω.
Κόκκαλο!
Το
δωμάτιό μου δεν είχε παράθυρο, ήταν περίπου στο μέγεθος ενός ημίδιπλου
κρεβατιού, δεν υπήρχε κρεμάστρα, ντουλάπα, καρέκλα, υπήρχε ένα μπάνιο κι ένας εξαερισμός
που έκανε θόρυβο εργοστασίου σε βιομηχανική ζώνη εκτός πόλεως.
Το
κόστος του μαρτυρίου του πιο σύντομου από 24 ώρες, ήταν €89, έτσι για την
ιστορία.
Κατέβηκα
στη ρεσεψιόν, ζήτησα αλλαγή δωματίου ή τα χρήματά μου και απείλησα με
καταγγελία στον ΕΟΤ.
Μετά
από δυόμισι περίπου ώρες αδιαφορίας ή προσδοκίας ότι θα το καταπιώ, και αφού
άρχισα να ανεβάζω θερμοκρασία μεγαλύτερη από της εποχής, μου έδωσαν τα χρήματά
μου.
Περπατούσα
λοιπόν στη Μητροπόλεως με τη βαλιτσούλα μου και τα 89 μου ευρώ στην τσέπη και
αναρωτιόμουν πώς θα διαχειριστώ τον άστεγο, κουρασμένο, ιδρωμένο εαυτό μου έως τις
18:00 που είχα το σημαντικό επαγγελματικό ραντεβού μου.
Εννοείται
πως βρήκα λύση, εννοείται πως πήγα στο ραντεβού μου φαινομενικά αλώβητη, και
πως βρήκα ένα κατάλυμα για τη βραδιά.
Αυτό
που δεν εννοείται πώς καταντήσαμε έτσι…
Η
χώρα της ζεστασιάς, του καλοκαιριού και της ομορφιάς, η χώρα του πολιτισμού
και του τουρισμού, η χώρα με τα μεγάλα χαμόγελα και τις φιλόξενες γειτονιές, η
χώρα που η φιλοξενία ήταν θεσμός της, αυτή η ίδια χώρα τώρα να «ληστεύει» τους ξένους
που την προτιμούν.
Γιατί
προφανώς αντιμετωπίστηκα όπως χιλιάδες αλλοδαποί επισκέπτες στην Ελλάδα.
Όπως πολλοί άνθρωποι που εξαπατώνται καθημερινά, χωρίς φραγμούς.
Πόσο
σκλάβοι του κέρδους πια έχουμε γίνει; Πόσο ανήθικοι; Πόσο η ποσότητα νικάει την
ποιότητα και την ίδια μας την υπόσταση; Και πόσο δεν ντρεπόμαστε;
Η
μικρή μου περιπέτεια είναι δυστυχώς μια φωτογραφία της εποχής μας. Και αφορά περισσότερους
τομείς από την τουριστική διαμονή. Αφορά τη φιλοσοφία ενός ολόκληρου κόσμου, του
δυτικού κόσμου.
Ενός
κόσμου που ενώ φώτισε τη γη με τις αξίες του, ανήρτησε στο σύστημα των αλλοτινών αρχών του, μία να πρωταγωνιστεί και μάλιστα σε μεγάλη απόσταση από τις υπόλοιπες: το κέρδος.
Να
μην υποκύψουμε. Να μην ανεχόμαστε. Να μην σιωπούμε. Για όσο αξίζει αφού για
αξίες μιλάμε και για αξίες θέλουμε να συνεχίσουμε να μιλάμε, θαρρώ…