Αντί μνημοσύνου, μπαμπά μου [Αλίκη Κατσαρού]

Εμείς δεν κάνουμε μνημόσυνα, ναι το θυμάμαι. Αλλά άφησέ με αντί μνημοσύνου να σου γράψω, σήμερα που είναι 40 μέρες χωρίς εσένα, μπαμπά. Κοίτα πλάκα τώρα που σου γράφω εσένα για σένα, εσύ να μην μπορείς να διαβάσεις. Ούτε να με ακούσεις. Γιατί αυτό πίστευες, ότι μετά τη ζωή, το τίποτα. Και γι’ αυτό αγαπούσες τόσο τη ζωή! Ας μην ακούς, εγώ πάντως σου γράφω ό, τι θα ήθελα τώρα να ξέρεις. Ότι στον τελευταίο σου χαιρετισμό ήρθε αυτό το «παιδί», ο Γιάννης ο Μ. , που τόσο συμπαθούσες, που καμιά φορά σε συνόδευε από το καφενείο στο σπίτι. Ήρθε και στο νεκροταφείο, κι ας είναι μακριά, ήρθε μετά και στον καφέ. Ότι στον καφέ πλήρωσα με το πορτοφόλι σου, σαν να ήσουν εσύ μπαμπά . Ναι, άφησα καλό πουρμπουάρ. Ότι πολλοί άνθρωποι ήρθαν να σε χαιρετήσουν και μου είπαν πολλά όμορφα λόγια για σένα, αποκλείεται να τα είχες φανταστεί όλα αυτά τα καλά που μου είπαν, κι ας ήσουν πάντα τόσο σίγουρος για τον εαυτό σου. Πολλοί άλλοι μου τηλεφώνησαν, με σταμάτησαν στον δρόμο, μου έστειλαν μηνύματα, τι μηνύματα Θεέ μου! Ότι όλη αυτή η αγάπη και ο σεβασμός των ανθρώπων φώτισαν κάπως το καφέ πηχτό χρώμα του θανάτου που με είχε καταθλίψει. Και ότι πολλά από τα λόγια των άλλων ζωντάνεψαν στιγμές θαμπωμένες από τη σκόνη των χρόνων. Τότε που δεν ήσουν ηλικιωμένος, που ήσουν δυνατός, ευθυτενής και έλα βρε μπαμπά, ωραίος, ναι. Τότε που έσπρωχνες την κούνια μας στην παιδική χαρά ψηλά, πολύ ψηλά, που τρελαινόσουν με τις δεξιότητές μου στο πολύζυγο και με έλεγες Κομανέτσι. Τότε που ενθουσιάζονταν όλα τα παιδιά, ειδικά τα αγόρια με το φέρρυ μποτ Agapitos. Που μας έπαιρνες τον αδελφό ου κι εμένα μεγάλες βόλτες στην εξοχή, που μαζεύαμε μανιτάρια από τα μυστικά σου δάση, και αχινούς από τον βυθό ενώ εσύ έκανες ψαροντούφεκο με τις ώρες. Τότε που οι πατούσες μου ήταν γεμάτες αγκάθια από τους αχινούς, τα έβγαζες με μια τσιμπίδα κι έκλαιγα, μα τι ωραίος πόνος! Καμία σχέση με τον σημερινό, της ψυχής μου τον πόνο. Όχι ότι ζήσαμε μόνο αυτούς τους πόνους πολυτελείας μαζί μπαμπά, αλλά και άλλους, δύσκολους πολύ. Μαζί. Τόσο μαζί που τώρα δυσκολεύομαι μόνη. Και κοίτα, δεν είναι μόνο τα μεγάλα που με δυσκολεύουν. Είναι και τα απλά. Γυρνούσα από ταξίδι την Τετάρτη και ήθελα κάποιον να μου πει με σιγουριά τι καιρό θα κάνει, πριν ξεκινήσω. Είναι τώρα κατάσταση αυτή μπαμπά, να ψάχνω στο διαδίκτυο, εγώ του καπετάνιου η κόρη, τον καιρό; 40 μέρες και είναι τόσα να σου πω. Για τον θεότρελο τον Τραμπ όπως τον αποκαλούσες, για τα παιδιά, για τη δουλειά μου, για τον Πάπα που εκτιμούσες κι ας ήσουν άθρησκος.
Να σου πω ακόμα ότι το Πάσχα έφυγα από την Κέρκυρα. Γιατί το Πάσχα είσαι στο μυαλό μου με το ωραίο σου σακάκι το πιε ντε πουλ, τα γυαλιά ηλίου και τα κλειδιά στο χέρι («τα τσιγάρα μου» έλεγες γιατί απασχολούσες τα χέρια σου με τα κλειδιά) να περπατάς παράλληλα με την Παλιά Φιλαρμονική, Μεγάλο Σάββατο πρωί, ακούγοντας τον Άμλετ. Πώς να τον ακούσω βρε μπαμπά φέτος χωρίς εσένα… Ξέρεις τι, έτσι έφυγες. Όρθιος, σαν να άκουγες μια μουσική που σου άρεσε. Γιατί έζησες μια ζωή που σου άρεσε. Λίγες μέρες πριν, δε θα το ξεχάσω, μπήκα όπως κάθε μέρα στο σπίτι με την έγνοια, σηκώθηκε ή είναι πάλι στο κρεβάτι, και ήσουν στο κρεβάτι. «Κοιμόσουν;» σε ρώτησα.» Όχι», είπες, «όλο το πρωί αναπολούσα τη ζωή μου, από τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό ως σήμερα». Και σου είπα «Ωραία ζωή μπαμπά, γεμάτη, δεν έχεις παράπονο». Και είπες «Βεβαίως!» με αυτό τον ωραίο τόνο και τρόπο που μιλούσες και έγραφες τη γλώσσα μας που τόσο αγαπούσες. Ε, δεν είναι και λίγο να γυρίσει κανείς τον κόσμο με το καράβι (εντάξει το βαπόρι) 5 φορές, και να μη γίνει ποτέ λιμανίσιος αλλά φίνος, θαλασσινός! Μπαμπά κρατώ όσα πολύτιμα που δώρισες, ηθικά και υλικά, με απέραντη ευγνωμοσύνη που υπήρξες εσύ ο μπαμπάς μου. Κρατάω το τελευταίο φιλί, δυο ώρες πριν το τέλος. Και τα λόγια σου, τέτοια που δεν περιμένει κανείς από ανθρώπους θαλασσινούς και δυνατούς σαν εσένα, αλλά που η σοφία και το «γέμισμα» των χρόνων έτσι τα φτιάχνουν, λόγια γλυκά κι αγαπημένα, σαν ευχή ζωής, αγάπης και ομορφιάς. Και, ας μην ακούς, εγώ στο λέω και θα το λέω για πάντα, Σ’ αγαπώ.