Οι Μεγάλοι. [Αλίκη Κατσαρού]

Οι κριτικές για την ταινία δεν ήταν καλές.

Έως δυόμισι αστέρια από τον πιο επιεική κριτικό.

Δε με ένοιαξε.

Ήταν η ατμόσφαιρα του Παρισιού του 19ου αιώνα, ήταν ο Γουστάβος Άιφελ, ήταν το όραμα, ήταν ο έρωτας και βασικά ήταν το μεγάλο, ο αγώνας για το μεγάλο, κόντρα στον Τύπο, κόντρα στις εξουσίες και τα κατεστημένα. Αλλά μαζί με τον κόσμο, με τους εργάτες, με την κοινωνία, που συστρατεύθηκε και έκανε πραγματικότητα το τρελό μεταλλικό όραμα ενός πύργου 300 μέτρων στο κέντρο της πόλης.

Μα θα διώξει τους τουρίστες, έλεγαν.

Και θα πλημμυρίσουν τα θεμέλια, και, και…

Και το Παρίσι είναι σήμερα ο πρώτος προορισμός του κόσμου – δεν το φανταζόμαστε φυσικά χωρίς La Tour Eiffel.

~ ~ ~ ~ ~

Στους τίτλους τέλους της ταινίας, είχε ήδη νυχτώσει.

Άλλαξε η ώρα και προμηνυόταν βροχή.

Φόρεσα τα αθλητικά μου – σιγά μη φοβηθώ.

Σε 5’ είχα ήδη παρκάρει στο κέντρο και περπατούσα ζωηρά.




Η πόλη μου έχει λίγη από τη γοητεία του Παρισιού, άλλωστε ο (Μέγας) Ναπολέων παράγγειλε εδώ να χτιστεί ένα οικοδόμημα που να υπαινίσσεται το μεγαλείο της γαλλικής πρωτεύουσας – ονομάστηκε Λιστόν αργότερα, καμία σχέση με λίστες και ευγενείς, ένα διπλό μακροσκελές κτήριο κατοικιών είναι, με καφενεία και κοσμικό πεζόδρομο μπροστά είναι.

Η πόλη μου έχει και πολλή από τη γοητεία της Βενετίας. Όλο το ρομάντζο, οι μυρωδιές, τα χρώματα περιδιαβαίνουν τα δρομάκια της και μπερδεύονται με τα made in China σουβενίρ των εποχικών καταστημάτων και τα ασημένια μαχαιροπίρουνα των αρχοντικών.

Φωτογράφισα τη μεγάλη πλατεία, που επιμένουν να την λένε «Η μεγαλύτερη πλατεία των Βαλκανίων» λες και έχει η Κέρκυρα καμία σχέση με τα Βαλκάνια. Αν θα έπρεπε να προσδιορίσει κανείς με έναν υπερθετικό βαθμό την πλατεία, θα την χαρακτήριζε «η πιο ευχάριστη», «η πιο χαρούμενη», «η πιο φιλική», κι αυτό γιατί οι άλλες γνωστές μεγάλες πλατείες της Ευρώπης δεν έχουν την αθωότητα της δικής μας Σπιανάδας, οι πιο πολλές  είναι φορτισμένες με πόνο και βάσανα. Στην Αμερική δεν αναφέρομαι καν, είναι  τιμωρία λόγω κυβερνήτη.

~ ~ ~ ~ ~

Μπήκα στο αυτοκίνητο πριν τη βροχή.

Μια εκπομπή στο Δεύτερο αναφερόταν στον συμπατριώτη μου Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο, τον συνθέτη του εθνικού μας ύμνου, που γεννήθηκε σαν σήμερα. Επίτηδες πέρασα από την οδό Μαντζάρου. Αμέσως μετά, ο εκφωνητής έβαλε Χατζιδάκι, κι αναφέρθηκε στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.

Η πόλη, μέσα από το παρμπρίζ που ήδη γέμιζε στάλες, ήταν μια πόλη μαγική.

Όπως δούλευαν οι υαλοκαθαριστήρες, ο  Άιφελ της ταινίας, ο σύγχρονός του Μάντζαρος, κι ο Μάνος της δικής μας εποχής, μου υπενθύμιζαν τι σημαίνει Μεγάλο. Όραμα. Αντί. Επιμένω. Αντιστέκομαι. Εργάζομαι. Πέρα από τον εαυτό μου, την τσέπη μου και τη δόξα μου.

Είναι βράδυ Κυριακής.

Είμαι στο κέντρο της πόλης.

Βρέχει.

Πατάω τα αλάρμ και σταματώ στην άκρη του δρόμου.

Αναρωτιέμαι.  Θα συνεχίσουν να υπάρχουν μεγάλοι που θα γίνονται ταινίες, εκπομπές και δρόμοι;