Με ένα σκύλο απ’ το λουρί, ένα παιδί με το ποδήλατο του, ένα άλλο παιδί στο μάθημα να περιμένει να το σχολάσω, τρεις λογαριασμούς (ΔΕΗ, τηλέφωνο και νερό) στην τσάντα για εξόφληση αύριο και επιπλέον μια λίστα για το super market , τον είδα. Ακουμπισμένος στο κιγκλίδωμα των ειδυλλιακών Μουράγιων, κοιτούσε τη θάλασσα και μιλούσε στο κινητό. Δεν τον κατάλαβα, μονάχα την ώρα που έφευγε, του φώναξα Δημήτρη! Ο συμφοιτητής μου. Χρόνια εδώ και χρόνια εκεί, επανέρχεται πάντα στην αγαπημένη του πόλη για δουλειά. Με ένα παιδί εκείνος και βαρύ χαρτοφυλάκιο νομικού, μοιάζει να τα καταφέρνει καλά. Μας έκανε παρέα να σχολάσουμε το άλλο μου παιδί και περπατήσαμε την πόλη σαν τότε. Τότε… Τι ήταν το τότε, είκοσι χρόνια πάνε από το μαγικό τότε… Μέσα στα καντούνια του Καμπιέλου, τον κράτησα από την πλάτη και χωρίς πρόλογο, του λέω Ξεγνοιασιά, αυτό μου λείπει Δημήτρη, τίποτα άλλο. Σ’ ένα πολύ γρήγορο πέρασμα, έτσι σαν σε μια παράγραφο με χρωματιστά γράμματα, είπαμε την περίληψη της τετραετ