Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2015

Όταν τα σύννεφα γελούν [Σταματέλλα Πουλή*]

 Κρασοκατάσταση. Κρασοκατάνοιξη. Κρασοβιώματα… Σαν τα τελευταία είχα πολλά στη ζωή μου μέχρι τώρα, όχι απαραίτητα ως πότης, μα περισσότερο θα έλεγα ως απλός παρατηρητής. Κι αυτό γιατί στο σπίτι μας αλλά και στον περίγυρο μας γενικότερα το να πίνεις κρασί ισοδυναμεί με ανάγκες τόσο ζωτικής σημασίας όσο το να αναπνέεις οξυγόνο. Σε αυτό συντελεί βεβαίως  τα μέγιστα το γεγονός ότι τόσο στην οικογένεια μου , όσο και σε κάθε σπίτι του χωριού φτιάχνουμε το ΔΙΚΟ ΜΑΣ κρασί. Θυμάμαι λοιπόν κρύα χειμωνιάτικα βράδια , όπου κάποιος φίλος ερχόταν στο σπίτι μας «για να πιούμε ένα κρασί». Η φράση «να πιούμε ένα κρασί » ήταν πάντα σχήμα λόγου. Αυτό που παραλειπόταν ανάμεσα στο «ένα» και το «κρασί» ήταν λέξεις όπως «βαρέλι», «ποτάμι» «βυτίο» και πάει λέγοντας .  Η μάζωξη ωστόσο  που θυμάμαι περισσότερο από τις άλλες ήταν μια βραδιά όπου βάσει του ιερού πρωτοκόλλου του κρασιού η παρέα έπρεπε να αρχίσει το τραγούδι και τότε κόκκινες μύτες , μάγουλα που έβγαζαν φωτιά και αυτιά που έτρεχαν λάβα τραγου

Άγιε μου Σπυρίδωνα, πέρασε η εποχή των θαυμάτων; [Αλίκη Κατσαρού]

Φαντάζομαι,  παρότι δεν έχω διαβάσει βίους Αγίων, (κι ας είμαι Χριστιανή, μα ουχί εκκλησιαζόμενη)  πως για να γίνει κάποιος Άγιος, λογικά θα υπήρξε ένας τουλάχιστον χαρισματικός άνθρωπος, τολμηρός, και σίγουρα αιρετικός στα χρόνια των διωγμών. Θα υπήρξε αντιστασιακός αλλιώς δε θα γινόταν ‘ήρωας’, ασφαλώς ανιδιοτελής και σταθερός εκφραστής της ιδέας του, παρά τις πιέσεις του περιβάλλοντός του. Προφανώς, όποιος ονομάστηκε Άγιος, υπήρξε ένας ξεχωριστός και σπουδαίος Άνθρωπος. Προφανώς ένα τέτοιο πνεύμα, και εν προκειμένω, για να μπω στο θέμα μου, ο Άγιος Σπυρίδων, ο θαυματουργός, τον οποίο ως Κερκυραία σέβομαι και τιμώ, σήμερα αν έβλεπε με κάποιον μεταφυσικό τρόπο, πώς συμπεριφέρεται ένα σύνολο ανθρώπων την ημέρα της γιορτής του, ίσως και να έκλαιγε. Στην πόλη, που ιστορικά και πολιτισμικά έχει ταυτιστεί ανά τους αιώνες με τη Χάρη του και που με περισσή φροντίδα έχει φυλάξει το σκήνωμά του, δε συμβαίνουν στις 12 Δεκεμβρίου, όσα ακριβώς ένας Άγιος θα επικροτούσε. Αντιαισθητικά

Για τη Δήμητρα, και για την Τέχνη [Αλίκη Κατσαρού]

Θεατές που δεν έρχονται στην ώρα τους, που θορυβούν. Θεατές με εισιτήριο χωρίς κάθισμα. Τουαλέτες που προσβάλλουν. Παγωμένο φουαγιέ. Παιδιά που φωνασκούν και κανείς δεν τα ησυχάζει. Α-πολιτισμός στο μέγιστο. Και μετά… Μετά, ο Γκάτσος με τη φωνή της, στο πεντάγραμμο του Χατζιδάκι. Και στου Τσιτσάνη. Και στου Λοΐζου.                   Δήμητρα Γαλάνη. Και μετά η φωνή της άλλης στο πεντάγραμμο του Μικρούτσικου. Και στα ρωσικά. Και στου Κύπριου μουσικού που ήρθε μαζί της. Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Και μετά Η φωνή, του δικού μας σπουδαίου  Παντελή Κοντού με δεύτερη τη Γαλάνη. Αυτό κι αν είναι, να κάνεις δεύτερη, καλύτερη κι απ’ την πρώτη σου. Συν τη Φιλαρμονική Γαστουρίου, συν τις χορωδίες, συν όσους θεράπευσαν χθες βράδυ την Τέχνη και μαλάκωσαν το θυμό για την τοπική μας μιζέρια. Αποφεύγω εκ πεποιθήσεως ‘άρτον και θεάματα’, στην μικρή μας πόλη. Δεν είναι σνομπισμός. Είναι προστασία του νευρικού μου συστήματος, από όσα συμβαίνουν συνήθως στις εκδηλώσεις που

Η μύγα [Αλίκη Κατσαρού]

Ανήκω στην οικογένεια των Muscidae . Υπάρχω ως είδος στη γη εδώ και 65 εκατομμύρια χρόνια. Η κανονική μου ζωή, αν δεν ήμουν βιονική, θα ήταν  8 με 10 μέρες. Εγώ όμως προβλέπεται να ζήσω όσο ένας μέσος άνθρωπος, με μια συγκεκριμένη αποστολή: Να καταγράψω τις ανθρώπινες ιστορίες της πόλης. Μπαίνω σε κουζίνες, σε τουαλέτες, πετάω στον αέρα και προσγειώνομαι στα τραπέζια και τα φαγητά. Οι άνθρωποι λένε «μια μύγα» και προσπαθούν να με εξοντώσουν. Δεν ξέρουν όμως πως είμαι βιονική. Επειδή έχω την ικανότητα να βρίσκομαι σε πολλά διαφορετικά σημεία ταυτόχρονα, κατορθώνω και συλλέγω γρήγορα και αξιόπιστα το υλικό  που μου χρειάζεται. Οι καλύτερες στιγμές μου είναι όταν βρίσκομαι μέσα στα σπίτια. Εκεί βλέπω όλες τις αλήθειες που βρίσκονται κλεισμένες μέσα από  παράθυρα και πόρτες. Διαπιστώνω πόσο ανασφαλείς είναι οι άνθρωποι, πόσο φοβισμένοι είναι και πόσο καλοί ή πόσο κακοί. Πάντως σχεδόν όλοι είναι ανασφαλείς και φοβισμένοι. Όχι μόνο για τους πολέμους, για την οικονομική κατάσταση κα

Ζήτω το Φαρμακείο! [Αλίκη Κατσαρού]

Η απεργία των τελευταίων ημερών, δε με έχει απλά στενοχωρήσει, μου έχει δημιουργήσει τέτοιο σύνδρομο στέρησης, ώστε να, τώρα, αποκαλύπτομαι, είμαι και φαίνομαι ένα  γνήσιο ‘τζάνκυ’ των φαρμάκων και κάθε προϊόντος φαρμακείου, άρα ένα ‘τζάνκυ’ του φαρμακείου. Δε ζω χωρίς φάρμακα. Όχι, προς το παρόν, δεν πάσχω από χρόνια πάθηση. Πάσχω όμως βαριά, αν το μεγάλο καρό κουτί στην κουζίνα δεν έχει παυσίπονα για τον πονοκέφαλο, αντιπυρετικά για τα παιδιά, χωνευτικά για όλον τον κόσμο, αντιφλεγμονώδη για την παλιά τενοντίτιδα στον ώμο, σταγόνες για τη μύτη, σιρόπια για το βήχα, αντισταμινικά, αλοιφές για καψίματα, χιονίστρες, ερεθισμούς, λευκοπλάστες, ιώδια,  και φυσικά αντιβιοτικά κάθε φάσματος για όλη την οικογένεια μη μας τύχει τίποτα νυχτιάτικα και τι θα κάνουμε. Ακόμη κι όταν το κουτί είναι πλήρες, ακόμη και με πολύ εξειδικευμένα φάρμακα λόγω προσφάτως παρελθούσης ασθενείας, εγώ θα βρω την ευκαιρία για να  μπω σχεδόν καθημερινά στο φαρμακείο. Μια κρέμα για τα χέρια, μια βιτ

Ζήτω τα νύχια! [Αλίκη Κατσαρού]

Αισθάνομαι  πολύ ντεμοντέ. Υπάρχει κάτι πάνω μου, που είναι εντελώς εκτός εποχής. Αναρωτιέμαι αν λειτουργεί ως τροχοπέδη στις κοινωνικές και επαγγελματικές μου σχέσεις. Αναρωτιέμαι πόσο σοβαρό είναι. Τα νύχια μου! Γερά, λευκά και όπως μαρτυρούν αγαπημένες πλάτες, απολαυστικά, τα νύχια μου  έχουν επισκεφθεί  επαγγελματία μανικιουρίστα 2 ή 3 φορές σε όλη μου τη ζωή. Περνάω πού και πού κανένα βερνίκι μόνη μου, καμιά φορά τα καταφέρνω, άλλες  χαλάω το αποτέλεσμα στα επόμενα πέντε λεπτά, γιατί είμαι νευρική και ανυπόμονη και τελικά… παραμένω ντεμοντέ. Αισθάνομαι μειονεκτικά, όπου κι αν κοιτάξω βλέπω χέρια με άψογο μανικιούρ, καμιά φορά διστάζω να φορέσω τα δαχτυλίδια μου, αναλογιζόμενη πως τα δάχτυλά μου δεν τους αξίζουν! Θέλεις στη Βουλή, θέλεις στη δημοσιογραφία, θέλεις στις δημόσιες υπηρεσίες, θέλεις στα μπαράκια, θέλεις στα ταμεία των καταστημάτων, θέλεις στο δρόμο, παντού χέρια με νύχια λιμαρισμένα, βαμμένα, γυαλισμένα, στολισμένα με σχεδιάκια, με στρασάκια, μόνο φ

ANTIO. [Αλίκη Κατσαρού]

Το δράμα δε μας ταιριάζει. Μόνο χαρά είχε η σχέση μας. Ήμουν η μικρή και ήσουν ο μεγάλος αγαπημένος της. Είχαμε τα σύμβολά μας. Το ροζ σπαστό ποδήλατο που έφτασε με το αεροπλάνο Σάββατο πρωί. Τις κούτες από τα καλύτερα παιχνιδάδικα της χώρας. Το κόκκινο παλτό από το Λονδίνο. Τις παραστάσεις στη Λυρική. Το γεμάτο δώρα πορτ μπαγκάζ της Giuiletta σου. Το ‘δαφνοστεφανωμένο και πολυδοξασμένο’ όπως έλεγες ιστιοπλοϊκό σου που έσκιζε στους αγώνες και καμάρωνες. Τις ατέλειωτες αγκαλιές. Το παιδικό μου χεράκι που μάθαινε να ζωγραφίζει το σφυροδρέπανο για να θυμώνουν οι υπόλοιποι της οικογένειας. Τα ντεσιμπέλ της αληθινής μουσικής που άκουγες και σου έλεγα έφηβη με θράσος «Δε μου αρέσει». «Σου αρέσουν οι άναρθροι ήχοι ανατολικής προελεύσεως που ακούγονται στα κέντρα διασκεδάσεως;» απαντούσες. Το σκεφτόμουν, γιατί ακόμα δεν ήξερα τι μου άρεσε. Μου άρεσε όμως που είχα τη σταθερή σου αξία παρούσα ακόμη και στις μεγάλες αποστάσεις. Μου άρεσε η μικρή μας συνομωσία της κό

Για όλα φταίει... η Περιστέρα!

Οι καυτές αχτίδες έκαναν τη δίψα πιο κυρίαρχη κι από την ανάσα. Τα κορίτσια έλιωναν από την κάψα.  Έφτασε γρήγορα ευτυχώς  το μπουκάλι στη μεγάλη παγωνιέρα και τα τέσσερα ποτήρια, όσες κι εκείνες. Έχωσαν τα κεφάλια τους στη σκιά, κάτω από την ψάθινη ομπρέλα, βολεύτηκαν στις ξαπλώστρες και επιδόθηκαν στην επίπονη δραστηριότητα του σχολιασμού περιμένοντας τα mohitos . Ιρέν : Σας το λέω και επιμένω. Αυτή η Περιστέρα φταίει για όλα. Μάρα : Τι λες, σιγά που φταίει η Περιστέρα. Ο Λαφαζάνης τον φούσκωνε να κάνει αντίσταση τόσους μήνες, μετά έβγαινε ο Βαρουφάκης μπροστά και,... να τα αποτελέσματα. Ιρέν : Τα αποτελέσματα, αγαπημένη μου, που πληρώνουμε τα φροντιστήρια του Αλέξη κάμποσα δις τα έφερε κυρίως η Περιστέρα, επανέλαβε με επιμονή η Ιρέν κοιτώντας τα πορτοκαλί νύχια των ποδιών της και καμαρώνοντας το κοντράστ που έκαναν με το μαύρισμα. Νάντια : Εξήγησέ μας γιατί η Περιστέρα αντί να φλερτάρεις με τα πόδια σου! Ιρέν : Γιατί χρυσό μου, αν η Περιστέρα έβαφε και αυτή τα νύχια τη

Ιούλιος, ο μήνας των εκπτώσεων [Αλίκη Κατσαρού]

Φοβάμαι το πληκτρολόγιο, μην και πάρει καμιά πρωτοβουλία και γράψει τη λέξη ‘ξεπούλημα’, εκεί που θέλω να γράψω ‘εκπτώσεις’. Μέρες τώρα συμμέτοχη - τι συμμέτοχη, μπούρδες!-  ακροάτρια, τηλεθεάτρια, αναγνώστρια των εξελίξεων. Συμμέτοχη μονάχα στις 25 Ιανουαρίου και στις 5 Ιουλίου. Μέρες τώρα θεατής. Μέρες που δεν μπορώ να γράψω λέξη. Ούτε και να αρθρώσω πολλές. Οι άνθρωποι άλλωστε που μου αρέσει να κουβεντιάζω μαζί τους πολιτικά, λίγοι, μα αυτές τις ημέρες άφωνοι. Είναι κι αυτός ο μήνας που πάντα με γονάτιζε - το γιατί δική μου δουλειά. Είναι και οι χαιρέκακοι. Είναι και οι παρηγορήτρες. Είναι και οι  λαϊκιστές, οι παντογνώστες, τα κοράκια, τα αρπακτικά και οι «εγώ στα ‘λεγα». Οι «για όλα φταίει ο Βαρουφάκης», οι «για όλα φταίει ο Σόιμπλε», οι τόσοι και τόσοι που δεν αντέχω να ακούω. Είναι όλο το κλίμα που με αρρωσταίνει πιο πολύ και από τη ζέστη, δεκαετίες τώρα, κλίμα εκπτώσεων, φτηνές αγορές, επιλογές της ευκαιρίας, εύκολες λύσεις. Μια πολιτική  συνείδηση εκπτώσεω

Λυπάμαι. Και φοβάμαι. [Αλίκη Κατσαρού]

Οι ουρές στις τράπεζες δε με σοκάρουν. Στα χρόνια του μνημονίου, από το μπαλκόνι μου που είχε πανοραμική θέα σε έναν πεζόδρομο με τρεις τράπεζες, η εικόνα ήταν ίδια με τη σημερινή, δις το μήνα τουλάχιστον. Σε μια χώρα που μόνο μια μειονότητα είχε τη δυνατότητα να πάρει ένα επαρκές ποσόν από την τράπεζα στο συρτάρι για τις ημέρες της κρίσης (και της εκδίκησης των αγαπημένων μας εταίρων), σε μια χώρα που η ζωή για τους πολλούς είναι μεροδούλι- μεροφάι, που οι μισοί έχουν απολέσει τις πιστωτικές τους κάρτες, που το εν τρίτο της παραγωγικής ηλικίας είναι άνεργοι, που θα κουραστώ να γράφω και να διαβάζετε τι άλλο έχει συμβεί και συμβαίνει, -είναι και περιττό άλλωστε, τα ‘χουν πρωτοπεί πολλοί- σε μια τέτοια χώρα λοιπόν δε με φοβίζουν ούτε οι ουρές, ούτε τα 60 ημερησίως. Ειδικά τα 60, είναι πολλά. Ξέρω τόσους που ζουν με 10 τη μέρα οικογενειακώς, και πολλά λέω. Ούτε τα ΜΜΕ με σοκάρουν. Τα μάθαμε τόσα χρόνια τώρα, τρομολαγνεία, παραποίηση, κουτσομπολιό και συμφέροντα. Καταλαβαίνουμε και

Οι αλλαγές [Αλίκη Κατσαρού]

Ο λόγος που δεν έχω κάνει ποτέ tattoo , παρότι μου αρέσουν, είναι οι αλλαγές. Πιστεύω πως οι έξυπνοι άνθρωποι, και δεν εννοώ αυτούς με IQ 1000, εννοώ όσους έχουν μέσα τους την ευφυΐα της ζωής, διαρκώς αλλάζουν. Ένα tattoo , που σήμερα μου αρέσει, ας πούμε ένα τριανταφυλλάκι στον αστράγαλο, μπορεί σε δέκα χρόνια να με απωθεί. Η μονιμότητα, η στασιμότητα με τρομάζουν. Οι αλλαγή με συνεπαίρνει. Παίρνει χρόνους βεβαίως να καταλάβει κανείς τι τον σκιάζει και τι τον ανεβάζει, όσους χρόνους παίρνει και η έναρξη του βηματισμού προς την ελευθερία. Οι επίπλαστες ασφάλειες της ταμπέλας, οικογενειακής, συναισθηματικής, επαγγελματικής, κοινωνικής, σαν ζώνες παρθενίας, στραγγαλίζουν την ομορφιά της ζωής μας, από τη μέρα που μαθαίνουμε να προφέρουμε το όνομά μας καθαρά. Τα πλαίσια και οι ταμπέλες, ψευδαισθήσεις μιας ευτυχισμένης ζωής, ξεγέλασαν και θα ξεγελούν εκατομμύρια ψυχές, που υποψιάζονται πως κάπου εκεί έξω υπάρχει μια Μούσα, η Ελευθερία, αλλά δεν γνωρίζουν πού κατοικεί. Ίσως κάποιες

Όταν ήμουν νέος [Σπύρος Γκόγκος]

όταν ήμουν νέος ήθελα να ερωτευτώ  ένα κορίτσι κι εκείνη να μη με θέλει να ζήσω μακριά της όλη μου τη ζωή να τροφοδοτεί τη σκέψη μου ο έρωτας να γράφω για κείνη ανούσια λόγια δίχως ποτέ να τα διαβάσει να βρω ένα σπίτι να κατοικώ στα ανατολικά από το δικό της σπίτι σε μακρινή απόσταση μην τύχει και με δει ποτέ αλλά να μπορώ να στρέφομαι  προς εκείνη το κάθε ηλιοβασίλεμα και ν’ αντικρίζω το φλόγισμα της δύσης τη θέρμη του ορίζοντα σαν φωτιά να τυλίγει τον τόπο της φωτοστέφανο καυτό να με θέλγει σαν εκείνη που θα έχω ερωτευτεί (γιατί οι άνθρωποι ανέκαθεν έλκονταν από το φως και τη θέρμη της φωτιάς) τούτα ήθελα όταν ήμουν νέος την ώρα που φλογίζεται η δύση το φως και η θέρμη της να με καλούν να μεταβώ σε κείνη να είναι αδήριτη η ανάγκη μου να φλέγομαι από επιθυμία να με μαγνητίζει η δύση κι εκείνη που θα ‘χω ερωτευτεί να είναι η φλόγα που με σιγοκαίει κι ας μην το μάθαινε ποτέ

Η ΚΛΗΡΩΣΗ (Σπύρος Γκόγκος)

Ένιωσα μιαν ανατριχίλα. Διέβην το Ρουβικώνα κι επανήλθα στο Δημοτικό μου Σχολείο, στο Νέο Φρούριο. Ανέβηκα τα πλατύσκαλα της αρχαίας μίνας και βγήκα στο ξέφωτο της αυλής. Αποφοίτησα από εδώ ακριβώς είκοσι τρία χρόνια πριν.  Είκοσι τρία χρόνια…. Το πώς κυλά ο χρόνος είναι κωμικοτραγικό. Σαν χείμαρρος φουσκωμένος απ’ τις βροχές του Νοέμβρη. Η μπροστινή αυλή μου φάνηκε μικρή, λιλιπούτεια, σαν να κατέστην ο πλέον βραχύσωμος Γκιούλιβερ όλων των εποχών – κείνα τα χρόνια φάνταζε αχανής. Πλήθος παιδοβόλια εξαπλωμένα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της. Γαιτανάκι παιχνιδιού, παιδιάστικων φωνών, μικροερίδων της ηλικίας, κέφι, ζωντάνια, σαν μελίσσι – το θαύμα της διάδρασης της παιδικότητας. Θαύμα θαυμάτων. Στο κατώφλι της εξώθυρας ένιωσα ρίγη. Τούτο το κατώφλι το πέρασα περίπου 850 φορές, από τα μέσα της δευτέρας δημοτικού (από μια παγωμένη Τετάρτη του Φλεβάρη του 1987, λίγους μήνες πριν ο Γιαννάκης υψώσει εκείνο το Κύπελλο στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας) μέχρι το πανηγυρικό φινάλε της έκτης, το

Λεβεντιά [Αλίκη Κατσαρού]

Έχω βρεθεί μάρτυρας της παρακάτω σκηνής: Νεόπλουτος γίγαντας του τόπου, σε σάλα κοσμικού εστιατορίου-μπαρ της εποχής, παράγγειλε μεγαλόφωνα μια maxi γαλλική σαμπάνια, κέρασμα σε γνωστό του που έτρωγε σε παρακείμενο τραπέζι,  για την επόμενη βραδιά που θα γιόρταζε στο ίδιο μέρος τη γιορτή του. Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, δηλαδή αμέσως μετά την αναχώρησή του, ο γαλαντόμος new - rich τηλεφώνησε στο εστιατόριο και ακύρωσε την παραγγελία. Η επίδειξη είχε γίνει, όλα τα τραπέζια είχαν θαυμάσει τη γενναιοδωρία του. Τι πείραζε που την επομένη, η πράξη της γαλαντομίας δε θα πραγματοποιούταν; Μονάχα ο εορτάζων θα γνώριζε την ακύρωση του κεράσματος από τον γίγαντα, λίγο το κακό… Τέτοιες εκφράσεις βλαχιάς και γυφτιάς μαζί, (και ας με συγχωρήσει η φυλή των Βλάχων και των Αθιγγάνων για τη χρήση των επικρατούντων αυτών όρων), συνέβησαν χιλιάδες, συχνά και πυκνά στα in μέρη της επικράτειας προ κρίσης. Το ‘φαίνομαι’ νικούσε το ‘είμαι’ στα σημεία. Τα σημεία ήταν οι βιτρίνες, μικρές, μεσαίες, μεγάλ

Προσοχή στους καθρέφτες! [Αλίκη Κατσαρού]

Η μικρή Μαρία κοιταζόταν καθημερινά στους πολλούς καθρέφτες του μεγάλου οικογενειακού σπιτιού. Ακόμη κι αν διέκρινε ατέλειες στην εμφάνιση της, οι καθρέφτες εκείνοι,   της τόνιζαν καθημερινά πως όλα πάνω της είναι τέλεια. Όταν η Μαρία μεγάλωσε, έπαψε να καθρεφτίζεται αποκλειστικά και μόνον στους καθρέφτες του σπιτιού της.  Διαπίστωσε δε με ανησυχία πως ό, τι έβλεπε στους ξένους καθρέφτες, σχεδόν ποτέ δε συμφωνούσε με ό, τι έβλεπε στους καθρέφτες του οικογενειακού σπιτιού. Όταν μεγάλωσε κι άλλο και έφυγε δια παντός από το σπίτι, είχε φυσικά την ανάγκη να καθρεφτίζεται όπως κάθε άνθρωπος, συνεχώς και καθημερινά. Συνάντησε πολλούς καθρέφτες. Κάποιοι την έδειχναν ηλίθια. Άλλοι πολύ έξυπνη. Άλλοι χοντρή. Άλλοι άψογη. Υπήρχαν βέβαια και καθρέφτες, που συχνά τη βοηθούσαν να βρει μια μέση απάντηση για το τι ήταν πραγματικά. Κοιτούσε μέσα τους και έβλεπε το είδωλο της χωρίς υπερβολές, χωρίς δηλαδή πολλή χαζομάρα, ή πολύ πάχος, ούτε όμως και τέλειο, και ανακουφιζόταν. Χωρίς τ