Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2018

Να σκέφτομαι τα κίτρινα γιλέκα [Αλίκη Κατσαρού]

“Ίσως να ήσουν τραυματίας τώρα εάν ζούσες στο Παρίσι”. Με κάτι τέτοια με παρηγορείς που έκανα την επαρχία δεύτερο ρούχο μου, μάλλον και δεύτερο μυαλό μου. Όταν όμως ξεφεύγω από τον μικροαστισμό μου, όταν ελευθερώνεται η σκέψη μου, φαντάζομαι ότι δεν είναι δα τόσο σοβαρό να εκτίθεσαι προκειμένου γι’ αυτά που πιστεύεις. Θα φορούσα κίτρινο γιλέκο δηλαδή! Θα φώναζα και θα αντιστεκόμουν σε ό, τι με μειώνει. Θα ήθελα, ναι! Διανύσαμε χρόνια μουδιασμένα που μείναμε απλοί παρατηρητές οι Έλληνες. Σιωπήσαμε στο βάρος των μνημονιακών υποχρεώσεων και στο είδος.  Δε θα μπορούσε  να ξεπληρωθεί το βάρος των οφειλών χωρίς να βαραίνει πάντα, μα πάντα τους ώμους των αδυνάμων; Δεχθήκαμε φυτευτό πρωθυπουργό. Χάσαμε εργασιακά προνόμια κατοχυρωμένα από αγώνες και αιώνες. Κυρίως χάσαμε την αξιοπρέπειά μας χωρίς ακόμη να έχουν -μετά από 8 χρόνια κρίσης - επιστρέψει στην Ελλάδα τα εκατομμύρια ευρώ της λίστας Λαγκάρντ, της λίστας του Λιχτενστάιν και ακόμη άλλα. Αν θα φορούσα κίτρινο γιλέκο

Τα Σάββατα [Αλίκη Κατσαρού]

Το πάρκο ήταν μισοσκότεινο. Παρότι είναι πολύ μεγάλο και δε θεωρείται απολύτως ασφαλές τη νύχτα, παραμένει με ελλιπή φωτισμό και αρκετά απεριποίητο ως και εγκαταλειμμένο. Με κρατούσες σφιχτά, δε νομίζω επειδή φοβόσουν, άλλωστε δεν ήταν καν μεσάνυχτα. Ήταν όμως Σάββατο. Τα Σάββατα ήμασταν πάντα μόνοι. Τα κρατάγαμε για εμάς. Υπήρχε λες μια κρυφή συνεννόηση από το πρωί που ξυπνούσαμε και μοιραζόμασταν τις δουλειές. Εσύ τα ποτά, εγώ τα τυριά αν θα μέναμε το βράδυ στο σπίτι. Εσύ στο πλυντήριο το αυτοκίνητο, εγώ τα εισιτήρια αν θα πηγαίναμε στο θέατρο. Εσύ το εστιατόριο, εγώ το μπαρ εάν θα βγαίναμε. Ό, τι και να διαλέγαμε ήταν μαζί και μαζί φροντίζαμε τα Σάββατα να είναι τέλεια. Είχε γίνει σχεδόν ιεροτελεστία η προετοιμασία και η απόλαυση του Σαββάτου αλλά απείχε από τον ψυχαναγκασμό γιατί αυτό που κάναμε, μας άρεσε πολύ. Τόσο πολύ που ακόμα και οι φίλοι μας το είχαν καταλάβει και   δε μας τηλεφωνούσαν ποτέ τα Σάββατα. Τα Σάββατα πρωταγωνιστούσαν στη ζωή μας για χρόνια, μήπως ήτα

Και, είναι Κυριακή [Αλίκη Κατσαρού]

Ήταν καιρός τώρα που δεν έβλεπε τηλεόραση. Λίγο το διαδίκτυο, λίγο ότι η ιδιωτική τηλεόραση έρεπε προς την εύπεπτη κουλτούρα της προ κρίσης περιόδου, λίγο ότι η κρατική τηλεόραση ταλαντευόταν μεταξύ μελαγχολίας και κολακείας της εξουσίας, δεν την άνοιγε καν. Αναγνώριζε ωστόσο ότι το διαδίκτυο, πολύπλευρο, δημοκρατικό, πολύχρωμο και συναρπαστικό, υπολειπόταν σε κάτι. Στην αμεσότητα, στο πρόσωπο, στην έκφραση των ματιών, της φωνής, σε αυτό που είναι τέλος πάντων ο ζωντανός άνθρωπος που μιλάει στους ζωντανούς ανθρώπους. Ζωντανούς δεν εννοούμε απλά με παλμό 70 και οξυγόνο 97%, εννοούμε ζω-ντα-νούς. Πρόσωπα που δακρύ ζ ουν εκφωνώντας μια θλιβερή είδηση για έναν γέρο ή ένα παιδί ή πρόσωπα με εκθαμβωτική ξανθή κόμη που διαβάζουν την ανακοίνωση του πρωθυπουργικού γραφείου με ειρωνεία επειδή έτσι επιβάλλει η οικογένεια και το κανάλι. Μ εταξύ τηλεόρασης και διαδικτύου, είχε βρει μια υπέροχη λύση, καθώς δεν ήθελε με τίποτα να στερηθεί τη ζωντανή έκφραση έστω τη ς φωνής : Το ραδιόφων

Κάθε Σεπτέμβρη, με βρίσκω [Αλίκη Κατσαρού]

Από παιδί αγαπούσα τους Σεπτέμβρηδες. Έφερναν με τον ερχομό τους καινούργια σάκα, καινούργιο δάσκαλο και όλα τα κλισέ της γομολάστιχας και της μυρωδιάς του ξυσμένου μολυβιού που έχουν χιλιογραφτεί, μαζί και προσδοκίες για όσα ευχόμουν να αλλάξουν, πράγματα που δεν άλλαξαν ως σήμερα που έχουν περάσει τριάντα περίπου χρόνια. Μεγαλύτερη, αγάπησα κι άλλο τους Σεπτέμβρηδες. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, η γενναιοδωρία τους συνεχίστηκε. Μου έφεραν έναν μεγάλο έρωτα. Την πρώτη πελώρια, αληθινή μου αγάπη. Και ένα κίτρινο φύλλο στην καρδιά ενός βιβλίου. Συνεχίζω να τους αγαπώ. Η πόλη ηρεμεί, οι σοκολάτες στο περίπτερο δε λιώνουν, είναι όσο μαλακές πρέπει, και η κόρη μου αγοράζει καινούργια παπούτσια μπαλέτου. Τι όμορφο που είναι το μπαλέτο! Το μπαλέτο έχει περήφανη πλάτη, τεντωμένο λαιμό και περιποιημένο κότσο. Αγαπώ και την υπερηφάνεια και την περιποίηση, καθόλου την προκατάληψη. Θυμάμαι έναν Σεπτέμβρη ήμουν αρκούντως προκατειλημμένη, ώστε να μην δίνω σημασία ούτε στα πρωτοβρόχια, ούτε κα

Η αλήθεια του ονείρου της [Μαρία Αγάθου]

Την ημέρα δεν ήξερε τι ήθελε. Το βράδυ, τα όνειρά της, άφηναν ένα παράθυρο ανοιχτό και έμπαινε μέσα τους, μπας και το ασυνείδητο της, της   ψιθυρίσει κανένα κουτσομπολιό για την ίδια. Έσφιγγε τα πόδια της μεταξύ τους στον ύπνο της. Ένιωθε τον γνωστό πόνο χαμηλά στην κοιλιά και ήξερε ότι αν πήγαινε στο μπάνιο θα έβλεπε αίμα. Δεν ήθελε. Ο νους της πήγε σε άλλες γυναίκες. Όλες όσες προσπαθούσαν για χρόνια να κάνουν ένα παιδί.   Η ίδια δεν είχε ακούσει κανένα βιολογικό ρολόι, δεν ήθελε ευθύνες, δεν ήθελε όλο αυτό το στρες και την κούραση,   μα εκείνες τις μέρες, έσφιγγε τα πόδια λες και έτσι δεν θα αδιαθετούσε. Ο ύπνος ήταν ταραγμένος. Έβλεπε έναν εφιάλτη γεμάτο αίματα. Είχαν καταλάβει ένα κτίριο και σκότωναν όσους ανήκαν στο κόμμα. Είδε γνωστούς της, τραυματισμένους ή νεκρούς. Είδε σώματα να κείτονται σε θέσεις παράταιρες. Άκουγε φωνές και άκουγε σιωπές- πώς γίνεται να ακούς σιωπές; Ίσως έτσι ακούγεται ο θάνατος. Την έπιασαν και αυτήν.   Φοβόταν και έτρεμε σαν το ψάρι. Κοίταξε γύρω

Χρόνε, χρόνε είσ' εδώ; [Αλίκη Κατσαρού]

Ξεκινώ με μια ομολογία: η σχέση μου με το χρόνο ήταν πάντα σε κρίση. Δεν εννοώ το χρόνο των ραντεβού, των προθεσμιών και της συνέπειας γενικότερα. Εννοώ το χρόνο στην αφηρημένη του έννοια, που δεν ξέρουμε εάν είναι έννοια, ή τι είναι και που αλλιώς τον αντιλαμβάνεται η φυσική, αλλιώς η φιλοσοφία και αλλιώς η επιδερμίδα. Αυτό ακριβώς. Η επιδερμίδα.   Εκεί ήθελα να εστιάσω αλλά ντρεπόμουν. Το πληκτρολόγιό μου όμως δε ντρέπεται. Είναι αλήθεια ότι στην ηλικία των είκοσι και κάτι, στην ηλικία δηλαδή που το μάγουλο   λάμπει, το σώμα ζαλίζει και το βλέμμα ηλεκτρίζει, σε αυτήν την ηλικία απωθούσα από τη σκέψη μου ότι κάποτε θα γινόμουν σαράντα, ότι μπορεί να γίνω και πενήντα και εξήντα και ότι ο χρόνος θα έχει γράψει πάνω μου χαρές, θυμούς, λύπες και ματαιωμένες ελπίδες και με συνέταιρο τη βαρύτητα -αν ο χρόνος τελικά για τους ανθρώπους δεν είναι η άλλη όψη της βαρύτητας. Κοιτώντας παλιές και σημερινές φωτογραφίες μου, και παρά το γεγονός ότι το κινητό μου διαθέτει κάμερα κατηγ

Ο/η επόμενος/η δήμαρχος της Κέρκυρας (και κάθε δήμου) [Αλίκη Κατσαρού]

Άγνωστο πώς μια κοινωνιολογική μελέτη του πληθυσμού της Κέρκυρας θα κατέγραφε τον ψυχισμό των κατοίκων   και τι είδους προφίλ θα τους   προσέδιδε, ωστόσο   πολύ ενδιαφέρον. Ο πληθυσμός (που ένα μεγάλο μέρος του ζει και στην ύπαιθρο) μπορεί να παραμένει αγνώστου κοινωνιολογικού προφίλ αλλά η ηγεσία, που προφανώς προκύπτει μέσα από αυτόν, μετά από αρκετά άτυχα χρόνια νομίζω ξέρουμε   πώς περίπου θα θέλαμε να είναι. Γιατί ας μη γελιόμαστε, ένας δήμαρχος εάν «το έχει» μπορεί να επιτύχει τόσα πολλά, έως και να μας κάνει χαρούμενους. Εγώ λοιπόν, δε νομίζω. Είμαι σίγουρη ότι ξέρω πώς θέλω τον/την επόμενο δήμαρχο της πόλης που ζω και αγαπώ και τον/ την ονειρεύομαι… ως άνθρωπο που δεν   έχει ζητήσει ή /και δεχτεί ποτέ ρουσφέτι, που ξέρει να περιμένει στην ουρά, παντού. Που δεν έχει υπάρξει κατά συρροή   θαμώνας ετεροχρονισμένων κοπών πίτας, αγιασμών, εορτασμών και λοιπών εκδηλώσεων, τουτέστιν να μην είναι όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη. Να έχει διαθέσει προσωπικό χρόνο σε

Σταυροδρόμια [Μαρία Αγάθου]

  Ο Πήτερ γνώριζε πολύ καλά την επίδραση που είχε στις γυναίκες.  Ήταν ψηλός, με κατάμαυρα μαλλιά, μελαμψή επιδερμίδα- δώρο της Τυνήσιας μητέρας του- και περπάτημα αργό, σχεδόν απειλητικό, σαν αιλουροειδές που προσέγγιζε την τροφή του.   Ήταν τέλη δεκαετίας του ‘70, το Λονδίνο έσφυζε από ζωή και ο Πήτερ ήταν ήδη τριάντα και πλήρης περιπετειών, όταν γνώρισε την Κέιτι. Ερωτεύθηκαν κεραυνοβόλα. Η Κέιτι είχε ξανθά μαλλιά, έντονες γωνίες στο πρόσωπο και μεγάλα πράσινα μάτια. Ήταν ψηλή, αδύνατη αλλά μυώδης, δυναμική και ανεξάρτητη, πάντα έτοιμη για το επόμενο ταξίδι και την επόμενη περιπέτεια. Μόλις ένα μήνα μετά τη γνωριμία τους, μετακόμισαν σε ένα μικρό διαμέρισμα, κοντά στη Victoria . Ο Πήτερ δούλευε σε εταιρία οργάνωσης ταξιδιών στο Χολμπορν και η Κέιτι ήταν υπεύθυνη γκαλερί έργων τέχνης στο Σόχο. Οι δύο τους περπάτησαν κάθε δρομάκι και εξερεύνησαν κάθε γωνιά της πολύβουης πόλης. Τα απογεύματα μετά τη δουλειά, συναντιόταν για μπύρα και φαγητό στην παμπ The Kings Arms και ύστερα π

Τα καλούπια [Αφροδίτη Κουσουνή]

Η αποβάθρα άδειαζε. Οι τελευταίοι επιβάτες έτρεχαν να επιβιβαστούν στην αμαξοστοιχία που θα αναχωρούσε σύντομα. Σέρνοντας βαλίτσες, σακίδια, παιδιά, κρατώντας το εισιτήριο ή ψάχνοντας το σωστό βαγόνι, περνούσαν από μπροστά της και έφευγαν. Μόνο εκείνη εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητη, χωρίς βιάση, στο ίδιο πάντα παγκάκι. Θα έμενε εκεί να μετρά τις ρυθμικές ανάσες του τρένου, όπως θα έφευγε, κρατώντας τις δικές της, λες και αν ανάσαινε, θα κινδύνευε να την πάρει μαζί του, στο μακριά που ονειρευόταν. Θα το έβλεπε να ξεμακραίνει, να μικραίνει ολοένα, να γίνεται κουκίδα. Σαν και εκείνη. Θα μάζευε τότε για άλλη μια φορά την απογοήτευσή της, σαν γόπα πεσμένη στα πόδια της, πατημένη για τα καλά, να σβήσει ακόμη και η παραμικρή σπίθα και θα επέστρεφε σε αυτά που ήξερε. Και την επόμενη εβδομάδα θα ερχόταν ξανά.  Όλη της τη ζωή την είχε περάσει αντιμετωπίζοντας τον κόσμο με χαμόγελο. Ήταν πάντα εκεί, ετοιμοπόλεμο. Το φόραγε κατάσαρκα, σαν αγαπημένο φανελάκι. Το άφηνε να της χαράζει λα

Να εξηγείς πώς, δηλαδή; [Αλίκη Κατσαρού]

Στο cd ο Μεγάλος Ερωτικός του Χατζιδάκι. Στο τιμόνι τα χέρια μου. Στη σκάλα που κατέβαινε στην αποβάθρα, τα μάτια μου που σε ακολουθούσαν ως που χάθηκες, για την ακρίβεια ως που το μόνο που φαινόταν ήταν η σόλα του δεξιού σου παπουτσιού πριν χαθεί κι αυτή εντελώς στον υπόγειο σταθμό. Παρκαρισμένη ως συνήθως παράνομα στην άκρη του πεζοδρομίου μιας χώρας που ευτυχώς δεν απώλεσε ποτέ εντελώς τη μεσογειακή της παραβατικότητα, σκεφτόμουν πως αν θα εισέπραττα  ποτέ κλήση για να κοιτώ τις σόλες σου κάθε φορά που σε άφηνα στο μετρό, θα  την έβγαζα φωτοτυπία ως ενθύμιο ενός ακόμα εβδομαδιάτικου αποχαιρετισμού μας. Αυτό το απόγευμα έβρεχε πολύ. Τόσο που τα αδιάκοπα κορναρίσματα των Γάλλων πνίγονταν στον ήχο του νερού. Που οι Γαλλίδες δοκίμαζαν το στυλ τους σε συνθήκες αντίξοες για τη φήμη τους. Που κανένας δεν έτρωγε κροκ στα καθίσματα των πεζοδρομίων και που η επιφάνεια του Σηκουάνα έμοιαζε με γκρίζο πάπλωμα γεμάτο καρφίτσες. Περίμενα με το καλοριφέρ αναμμένο να ξεθολώσουν  τα τζάμ

Δε συνέβη [Αλίκη Κατσαρού]

Η Ελένη ζει πίσω από το Χίλτον στο άνετο διαμέρισμα που της αγόρασε ο πατέρας της πριν την ελληνική κρίση, ένα από τα πιο καλόγουστα του κόσμου, τέτοιο που το φωτογράφισε ένας Άγγλος φίλος της για γνωστό περιοδικό διακόσμησης. Η Μαργαρίτα ερωτεύτηκε ξανά τον άντρα της μετά από μια δίχρονη κρίση και αφού τίναξαν από τα σεντόνια τους τα μεταλλικά παγάκια που τους βασάνιζαν, άφησαν τα παιδιά στη γιαγιά και μετακόμισαν για τέσσερις ολόκληρες ημέρες στα σεντόνια ξενοδοχείου κοντινής πόλης, τα οποία και έκαψαν. Ο Μίλτος κήδεψε τον πατέρα του παρουσία εκατοντάδων συγκινημένων ανθρώπων αφού ο πατέρας του ήταν ούτε πολύ μεγάλος, ούτε παλιάνθρωπος, ούτε κλειστός χαρακτήρας αλλά ένας πολύ δημιουργικός επαγγελματίας μιας επαρχίας όπου όλοι τον γνώριζαν και τον αναγνώριζαν. Ο Δημήτρης εξέδωσε μια ποιητική συλλογή για την οποία έλαβε συγχαρητήρια επιστολή από τον γνωστότερο εν ζωή  ποιητή της χώρας. Η Μίρκα αδυνάτισε, γυμνάστηκε, μαζεύτηκε, χτενίστηκε, ερωτεύτηκε πετώντας από πάνω της δέκ

Προσμονή [Μαρία Αγάθου]

Όταν ξέρω ότι θα έρθεις, όλες οι γιορτές μαζί ενυπάρχουν μέσα  μου και παρελαύνουν θριαμβευτικά. Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά με τα λαμπιόνια και τα δώρα τους,  οι Απόκριες με τους ξέφρενους χορούς και να σου, μια πολύχρωμη, μυρωδάτη Πρωτομαγιά και να, οι πολυπόθητες καλοκαιρινές διακοπές, με όλα τα ψάθινα καπέλα και τα μακό ρούχα, τα παράταιρα μαγιό και τις φλοράλ τις σαγιονάρες. Κόκκινα μπαλόνια- και πράσινα και κίτρινα και μπλε και ό,τι χρώμα θες εσύ, πετούν στον ουρανό ανέμελα, μαζί με παρδαλούς χαρταετούς που ελευθέρωσαν χέρια παιδικά, μια Καθαρά Δευτέρα. Όταν ξέρω ότι θα έρθεις όλα είναι πιο έντονα. Τα χρώματα, οι γεύσεις, οι μυρωδιές. Πιο απολαυστικός ο καφές στον ουρανίσκο μου, πιο ανοιχτά τα μάτια μου στο φώς, πιο έτοιμη η αγκαλιά μου να αγκαλιάσει τον κόσμο, πιο χαμογελαστά τα χείλη μου. Οι αισθήσεις μου αυτορυθμίζονται, ανεβάζουν την ένταση, περιμένουν να σε υποδεχτούν στον ύψιστο βαθμό της δεκτικότητάς τους. Όταν ξέρω ότι θα έρθεις, δεν περπάταω στο έδαφος. Γλιστ